φόρος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[φέρω]]; a [[load]] (as borne), i.e. ([[figuratively]]) a [[tax]] ([[properly]], an [[individual]] [[assessment]] on persons or [[property]]; [[whereas]] [[τέλος]] is [[usually]] a [[general]] [[toll]] on [[goods]] or [[travel]]): [[tribute]]. | |strgr=from [[φέρω]]; a [[load]] (as borne), i.e. ([[figuratively]]) a [[tax]] ([[properly]], an [[individual]] [[assessment]] on persons or [[property]]; [[whereas]] [[τέλος]] is [[usually]] a [[general]] [[toll]] on [[goods]] or [[travel]]): [[tribute]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=φόρου, ὁ (from [[φέρω]], [[hence]], [[properly]], ὁ φέρεται; cf. [[φόβος]]), from [[Herodotus]] [[down]], the Sept. for מַס and (2Esdr. 4:20 2Esdr. 6:8; מִדָּה, [[tribute]], [[especially]] the [[annual]] [[tax]] levied [[upon]] houses, lands, and persons (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 387,13; Grotius as quoted in Trench, § 107:7; [[see]] [[τέλος]], 2): [[φόρον]], φόρους διδόναι, Καίσαρι, ἀποδιδόναι, τέλειν, Romans 13:6. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 28 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (φέρω)
A that which is brought in by way of payment, tribute, φόρου ἀπαγωγή Hdt.1.6,27, cf. IG12.65.2, al., Th.1.96, etc.; ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς subject to pay tribute, Id.1.56; φόρον ὑποτελέειν to pay tribute, Hdt.1.171, cf. Isoc.12.116; ἀπάγειν Ar.V.707 (anap.); φέρειν Id.Av.191, X.An.5.5.7, Ath.2.1; πόλεις ἃς οἱ ἰδιῶται ἐνέγραψαν φ. φέρειν IG12.212.88; φ. τάξασθαι to agree to pay it Hdt.3.13; φόρον ταῖς πόλεσι τάξαι to fix their quotas of tribute, And.4.11, cf. Isoc.4.120, D.23.209, Aeschin.2.23; φ. δέχεσθαι to receive it, Th.1.96 (of the Ἑλληνοταμίαι), cf. X.Ath.3.2; φ. προσῄει it came in, And. 3.9; τὸν φ. ἀπὸ τῶν πόλεων τὸν προσιόντα Ar.V.657 (anap.): pl., φόροι ἥκουσιν Id.Ach.505, cf. Eq.313 (troch.): ὁ βασιλικὸς φ., at Sparta, Pl.Alc.1.123a. 2 generally, any payment, φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ X.Smp.4.32; κατὰ φόρους by instalments, Senatus consultum ap.Plb.18.44.7; ἐπιβαλλειν φ. impose a forced levy, Plu. Ant.24.
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ, eigtl. das Getragene, Dargebrachte, gew. der Tribut; zuerst bei Her. 1, 6. 27. 3, 13 u. öfter; übh. Abgabe, Steuer, Zoll (vgl. σύνταξις), Ar. Ach. 478; φόρον φέρειν Av. 191; ὁ προσιὼν ἀπὸ τῶν πόλεων φόρος Vesp. 657; φόρου ὑποτελής Thuc. 1, 56; Plat. Gorg. 519 a Polit. 298 a; vgl. φορά. – Bei Sp. = forum der Römer.
Greek (Liddell-Scott)
φόρος: ὁ, (φέρω) τὸ εἰσφερόμενον ἢ ἀποτινόμενον, φόρος, Λατ. tributum, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· κυρίως τὸ χρηματικὸν ποσὸν ὅπερ ἀποτίνουσιν οἱ ὑπήκοοι εἰς τὴν κυβερνῶσαν ἀρχήν, οἷον ὑπὸ τῶν νησιωτῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς Ἀθηναίους, = φορὰ χρημάτων Θουκ. 1. 96 (ἴδε φορὰ Β. Ι. 2)· φόρου ἀπαγωγὴ Ἡρόδ. 1. 6, 27· ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς, ὑποκειμένους εἰς τὴν ἀπότισιν φόρου, Θουκ. 1. 56 φόρον ὑποτελέειν, ἀποτίνειν φόρον. Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Ἰσοκρ. 256Ε· ἀπάγειν Ἀριστοφ Σφ. 707· φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 191, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 9, Ἀθήν. 2. 1· φ. τάξασθαι Ἡρόδ. 3. 13· ἀλλά, φόρον τάσσω πόλεσι, ὁρίζω τὸν ἀναλογοῦντα ἑκάστῃ πόλει φόρον, Ἀνδοκ. 30. 21, πρβλ. Ἰσοκρ. 65Ε, Δημ. 690. 1, Αἰσχίνην 31. 20, 90. 20· φ. δέχεσθαι, λαμβάνειν φόρον, Θουκ. 1. 96 (ἐπὶ τῶν Ἑλληνοταμιῶν), Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2 φόρ. προσῇει, εἰσεφέρετο, εἰσεπράττετο, Ἀνδοκ. 24. 29· ὁ προσιὼν ἀπὸ τῶν πόλεων φ. Ἀριστοφ. Σφ. 657· ἐν τῷ πληθ., φόροι ἥκουσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 505, πρβλ. Ἱππ. 313· ― ὁ βασιλικὸς φ., ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Α. 2) καθόλου, πᾶσα πληρωμὴ χρημάτων, φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ Ξεν. Συμπ. 4. 32· κατὰ φόρους, «κατὰ δόσεις», Ψήφισμα παρὰ Πολυβ. 18. 27, 7· ― συχν. παρὰ Πλουτ. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 674, ὁ Ahr. γράφει φόρους ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς. ΙΙΙ. ἡ Ρωμαϊκὴ ἀγορὰ, Λατ. forum, Σουΐδ. ἐν λ. IV. τοῦ βωμοῦ ἡ περικόσμησις, Συλλ. Ἐπιγρ. 8697c. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 29.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 taxe, tribut, impôt : φόρον ὑποτελέειν HDT acquitter l’impôt ; φέρειν AR apporter la contribution ; τάξασθαι HDT se laisser imposer une contribution;
2 paiement en gén.
Étymologie: φέρω.
English (Strong)
from φέρω; a load (as borne), i.e. (figuratively) a tax (properly, an individual assessment on persons or property; whereas τέλος is usually a general toll on goods or travel): tribute.
English (Thayer)
φόρου, ὁ (from φέρω, hence, properly, ὁ φέρεται; cf. φόβος), from Herodotus down, the Sept. for מַס and (2Esdr. 4:20 2Esdr. 6:8; מִדָּה, tribute, especially the annual tax levied upon houses, lands, and persons (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 387,13; Grotius as quoted in Trench, § 107:7; see τέλος, 2): φόρον, φόρους διδόναι, Καίσαρι, ἀποδιδόναι, τέλειν, Romans 13:6.