πάμπολυς: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πᾶς]] and [[πολύς]]; [[full]] [[many]], i.e. [[immense]]: [[very]] [[great]]. | |strgr=from [[πᾶς]] and [[πολύς]]; [[full]] [[many]], i.e. [[immense]]: [[very]] [[great]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=παμπολλη, παμπολυ ([[πᾶς]] and [[πολύς]]), [[very]] [[great]]: ([[where]] L T Tr WH [[πάλιν]] [[πολλοῦ]]). ([[Aristophanes]], [[Plato]], [[Plutarch]], (others).) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 28 August 2017
English (LSJ)
πόλλη (v. infr.), πολυ,
A very great, large, or numerous, κατάγελως Ar.Eq.320; γῆς πλῆθος Pl.Lg.677e; στράτευμα X.An.2.4.26; τύχη Pl.Lg.640d (but πάμπολλος as fem., Luc.Cyn.1, Ael.VH4.8, A.D.Pron.89.12, Synt.36.27): in pl., very many, Ar.Pax 694, Pl.R.373c, etc. II neut. πάμπολυ, as Adv., very much, Id.Sph.255d, etc.; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 454] παμπόλλη, πάμπολυ, sehr viel, sehr groß; ἀναπυθέσθαι πάμπολλα, Ar. Pax 694; πάμπολυν γέλων παρασχεθεῖν, Equ. 320; βοσκήματα, ὄχλος, Plat. Rep. II, 373 d Legg. VII, 819 a; χρόνος, III, 677 e; τύχῃ παμπόλλῃ, I, 640 d, öfter, wie Folgende. Adverbial wird πάμπολυ gebraucht, Plat. Soph. 255 d. – Compar. παμπλείων, Arist. aud. 63; superl. πάμπλειστος, D. Cass. 76, 16; Ael. H. A. 10, 50. – Πάμπολλος ist angeführt Apoll. pron. 374, 6 als fem.; vgl. Luc. Cyn. 1 u. παμπόλλους μυριάδας Ael. V. H. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπολυς: -πόλλη, -πολυ, παρὰ πολύς, λίαν μέγας, πολυάριθμος, γέλως Ἀριστοφ. Ἱππ. 320· πλῆθος, ὄχλος Πλάτ. Νόμ. 677Ε· στράτευμα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 26· τύχη παμπόλλη αὐτόθ. 640 (ἀλλὰ πάμπολλος ὡς θηλ., Λουκ. Κυνίσκ. 1, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 8, ὅρα Ἀπολλών. π. Συντάξ. 42. 9)· ἐν τῷ πάμπολλα, καὶ τἀρχαῖ’ ἃ κατέλιπεν τότε Ἀριστοφ. Εἰρ. 694, Λυσίας 156. 14, Πλάτ. Πολ. 373C, κτλ. ΙΙ. οὐδ. πάμπολυ, ὡς ἐπίρρ., πάρα πολύ, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 255D, κτλ. Πρβλ. παμπλείων, πάμπλειστος.
French (Bailly abrégé)
-πόλλη, -πολυ;
tout à fait nombreux, tout à fait abondant;
Sp. πάμπλειστος.
Étymologie: πᾶν, πολύς.
English (Strong)
from πᾶς and πολύς; full many, i.e. immense: very great.
English (Thayer)
παμπολλη, παμπολυ (πᾶς and πολύς), very great: (where L T Tr WH πάλιν πολλοῦ). (Aristophanes, Plato, Plutarch, (others).)