πρωτοκαθεδρία: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(T22)
(35)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πρωτοκαθεδρίας, ἡ ([[πρῶτος]] and [[καθέδρα]] [[which]] [[see]]), a [[sitting]] in the [[first]] [[seat]], the [[first]] or [[chief]] [[seat]]: Luke 20:46. (Ecclesiastical writings.)  
|txtha=πρωτοκαθεδρίας, ἡ ([[πρῶτος]] and [[καθέδρα]] [[which]] [[see]]), a [[sitting]] in the [[first]] [[seat]], the [[first]] or [[chief]] [[seat]]: Luke 20:46. (Ecclesiastical writings.)  
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η πρώτη [[έδρα]] ή το να κάθεται [[κανείς]] ως εξαιρετικά τιμώμενο [[πρόσωπο]] στην πρώτη [[έδρα]] σε μία [[δημόσια]] [[εκδήλωση]] («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καν. δίκ.) η τιμητική [[πρόταξη]] τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με [[κριτήριο]] την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας ή τών πρεσβειών [[τιμής]] του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με [[κριτήριο]] το οφφίκιο ή την [[αρχαιότητα]] της χειροτονίας<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτεύουσα]] [[θέση]] ή [[κατοχή]] πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει [[πάντα]] να έχει την [[πρωτοκαθεδρία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέδρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>, [[κατά]] τα -<i>εδρία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>εδρία</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοκαθεδρία Medium diacritics: πρωτοκαθεδρία Low diacritics: πρωτοκαθεδρία Capitals: ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ
Transliteration A: prōtokathedría Transliteration B: prōtokathedria Transliteration C: protokathedria Beta Code: prwtokaqedri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the first seat in a public place, Ev.Matt.23.6 (pl.).

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, erster Sitz, Vorsitz, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοκαθεδρία: ἡ, ἡ πρώτη ἕδρα ἐν δημοσίῳ τόπῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ' 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
première place dans une assemblée, préséance.
Étymologie: πρῶτος, καθέδρα.

English (Strong)

from πρῶτος and καθέδρα; a sitting first (in the front row), i.e. preeminence in council: chief (highest, uppermost) seat.

English (Thayer)

πρωτοκαθεδρίας, ἡ (πρῶτος and καθέδρα which see), a sitting in the first seat, the first or chief seat: Luke 20:46. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (καν. δίκ.) η τιμητική πρόταξη τών διαφόρων τάξεων του κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με κριτήριο την αρχαιότητα της χειροτονίας ή τών πρεσβειών τιμής του θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με κριτήριο το οφφίκιο ή την αρχαιότητα της χειροτονίας
2. μτφ. πρωτεύουσα θέση ή κατοχή πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει πάντα να έχει την πρωτοκαθεδρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καθέδρα + κατάλ. -ία, κατά τα -εδρία (πρβλ. προ-εδρία)].