ἀπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[desafinar]]ref. al canto, Pl.<i>Lg</i>.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.<i>Pr</i>.919<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>abs. del sonido, Pl.<i>Hp.Mi</i>.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.<br /><b class="num">II</b> usos fig.<br /><b class="num">1</b> [[disentir]], [[estar en desacuerdo]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Lg</i>.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.<i>Ti</i>.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.<i>Lyc</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐθῶν Luc.<i>Anach</i>.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.98.3.<br /><b class="num">2</b> [[desviarse de]] ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.<i>Hp.Ma</i>.292c.<br /><b class="num">3</b> [[ser insuficiente]], [[quedarse corto con respecto a]] τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero <i>Bel</i>.112.6<br /><b class="num">•</b>[[ser inadecuado]] τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.<i>Or</i>.11.132b, τῷ πράγματι Lib.<i>Or</i>.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.<i>Chr</i>.69.
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[desafinar]]ref. al canto, Pl.<i>Lg</i>.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.<i>Pr</i>.919<sup>b</sup>23<br /><b class="num">•</b>abs. del sonido, Pl.<i>Hp.Mi</i>.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.<br /><b class="num">II</b> usos fig.<br /><b class="num">1</b> [[disentir]], [[estar en desacuerdo]] ἀπ' ἀλλήλων Pl.<i>Lg</i>.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.<i>Ti</i>.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.<i>Lyc</i>.27<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἐθῶν Luc.<i>Anach</i>.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.<i>Prot</i>.10.98.3.<br /><b class="num">2</b> [[desviarse de]] ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.<i>Hp.Ma</i>.292c.<br /><b class="num">3</b> [[ser insuficiente]], [[quedarse corto con respecto a]] τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero <i>Bel</i>.112.6<br /><b class="num">•</b>[[ser inadecuado]] τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.<i>Or</i>.11.132b, τῷ πράγματι Lib.<i>Or</i>.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.<i>Chr</i>.69.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀπᾴδω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν [[ταιριάζω]], δεν [[αρμόζω]] («η [[συμπεριφορά]] του απάδει [[προς]] το [[αξίωμα]] του»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραγουδώ]] παράφωνα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διαφωνώ]]<br />β) απομακρύνομαι, [[ξεφεύγω]] από το [[θέμα]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾴδω Medium diacritics: ἀπᾴδω Low diacritics: απάδω Capitals: ΑΠΑΔΩ
Transliteration A: apā́idō Transliteration B: apadō Transliteration C: apado Beta Code: a)pa/|dw

English (LSJ)

fut.

   A -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc.    II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16.    2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.    3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.

German (Pape)

[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.

Spanish (DGE)

I desafinarref. al canto, Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23
abs. del sonido, Pl.Hp.Mi.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.
II usos fig.
1 disentir, estar en desacuerdo ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.Ti.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
c. gen. ἐθῶν Luc.Anach.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.Prot.10.98.3.
2 desviarse de ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 ser insuficiente, quedarse corto con respecto a τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.6
ser inadecuado τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.Or.11.132b, τῷ πράγματι Lib.Or.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.Chr.69.

Greek Monolingual

ἀπᾴδω)
νεοελλ.
δεν ταιριάζω, δεν αρμόζω («η συμπεριφορά του απάδει προς το αξίωμα του»
αρχ.
1. τραγουδώ παράφωνα
2. μτφ. α) διαφωνώ
β) απομακρύνομαι, ξεφεύγω από το θέμα.