βήρυλλος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(T22) |
(7) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a [[precious]] [[stone]] of a [[pale]] [[green]] color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): [[βηρύλλιον]], equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB [[under]] the [[word]] Edelsteine, 11; ([[especially]] Riehm, HWB, ibid. 3,12). | |txtha=βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a [[precious]] [[stone]] of a [[pale]] [[green]] color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): [[βηρύλλιον]], equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB [[under]] the [[word]] Edelsteine, 11; ([[especially]] Riehm, HWB, ibid. 3,12). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[βήρυλλος]])<br />πυριτικό [[ορυκτό]], μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους ([[ακουαμαρίνα]], [[σμαράγδι]], [[ηλιόδωρο]], [[μοργανίτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βήρυλλος]] προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. <i>βηρύλλιο</i>, η οποία εισήχθη [[κατά]] την ελληνιστική [[εποχή]] [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει από την Ινδία, την [[πατρίδα]] των πολύτιμων λίθων<br /><b>[[πρβλ]].</b> μσν. ινδ. <i>veruliya</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>veluriya</i>, (αρχ. ινδ. <i>vaid</i><i>ū</i><i>rya</i>-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>V</i><i>ē</i><i>lur</i>, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A gem of sea-green colour, beryl, LXX To.13.17, D.P. 1012, Tryph.70, PHolm.8.10, al.; Ἰνδὴ β. AP9.544 (Adaeus); β. λίθος Luc.VH2.11:—Dim. βηρύλλιον, τό, LXX Ex.28.20, D.S.2.52.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.
Greek (Liddell-Scott)
βήρυλλος: ἡ, πολύτιμός τις λίθος χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. λίθος Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 mineral. berilo LXX To.13.17, D.P.1012, Plu.Fluu.18.3, Luc.VH 2.11, Triph.70, PHolm.47, 48, AP 9.544 (Adaeus), Hsch.
2 bot., una planta prob. la misma que βηρύλλιος Hsch.
• Etimología: Término de origen indio, cf. prácrito veruliya- de veḷuriya-, palabra dravídica seguramente de Vēḷur, n. de una ciu. de la India.
English (Abbott-Smith)
βήρυλλος, -ου, ὁ, ἡ, [in LXX: To 13:17 (-ύλλιον in Ex 28:20, שֹׁהַם*;]
beryl, a jewel of sea-green colour: Re 21:20.†
English (Strong)
of uncertain derivation; a "beryl": beryl.
English (Thayer)
βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a precious stone of a pale green color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): βηρύλλιον, equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB under the word Edelsteine, 11; (especially Riehm, HWB, ibid. 3,12).
Greek Monolingual
η (AM βήρυλλος)
πυριτικό ορυκτό, μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους (ακουαμαρίνα, σμαράγδι, ηλιόδωρο, μοργανίτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βήρυλλος προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. βηρύλλιο, η οποία εισήχθη κατά την ελληνιστική εποχή μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει από την Ινδία, την πατρίδα των πολύτιμων λίθων
πρβλ. μσν. ινδ. veruliya- < veluriya, (αρχ. ινδ. vaidūrya-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. < Vēlur, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].