ψεδνός: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(Autenrieth)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ψάω]]): rubbed [[off]], [[thin]], [[sparse]], Il. 2.219†.
|auten=([[ψάω]]): rubbed [[off]], [[thin]], [[sparse]], Il. 2.219†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[αραιός]] ή [[λίγος]] («ψεδναὶ χαῑται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για γη) [[γυμνός]], [[άδενδρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με [[επίθημα]] -<i>δνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γοε</i>-<i>δνός</i>, <i>κε</i>-<i>δνός</i>, <i>μακε</i>-<i>δνός</i>), άγνωστης ετυμολ. Η [[προσπάθεια]] ορισμένων, με [[βάση]] τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την [[οικογένεια]] τών <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> / [[ψαίω]], μέσω αμάρτυρων τ. <i>ψαιδνός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψαιδρά]]<br /><i>ἀραιότριχα</i> <b>Ησύχ.</b>) ή [[ψιδνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψιλός]]), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεδνός Medium diacritics: ψεδνός Low diacritics: ψεδνός Capitals: ΨΕΔΝΟΣ
Transliteration A: psednós Transliteration B: psednos Transliteration C: psednos Beta Code: yedno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v. l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.

German (Pape)

[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.

English (Autenrieth)

(ψάω): rubbed off, thin, sparse, Il. 2.219†.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) φαλακρός
3. (για γη) γυμνός, άδενδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -δνός (πρβλ. γοε-δνός, κε-δνός, μακε-δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την οικογένεια τών ψήω / ψῆν / ψαίω, μέσω αμάρτυρων τ. ψαιδνός (πρβλ. ψαιδρά
ἀραιότριχα Ησύχ.) ή ψιδνός (πρβλ. ψιλός), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].