καταγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(T22)
(19)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=deponent [[middle]]; 1st aorist κατηγωνισαμην;<br /><b class="num">1.</b> to [[struggle]] [[against]] ([[Polybius]] 2,42, 3, etc.).<br /><b class="num">2.</b> to [[overcome]] (cf. German niederkämpfen): [[Polybius]], Josephus, Lucian, [[Plutarch]], Aelian)  
|txtha=deponent [[middle]]; 1st aorist κατηγωνισαμην;<br /><b class="num">1.</b> to [[struggle]] [[against]] ([[Polybius]] 2,42, 3, etc.).<br /><b class="num">2.</b> to [[overcome]] (cf. German niederkämpfen): [[Polybius]], Josephus, Lucian, [[Plutarch]], Aelian)  
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγωνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αντιμάχομαι]], [[καταπολεμώ]] («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων [[μετὰ]] τοῡ ψεύδους ταττομένων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[νικώ]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωνίζομαι Medium diacritics: καταγωνίζομαι Low diacritics: καταγωνίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katagōnízomai Transliteration B: katagōnizomai Transliteration C: katagonizomai Beta Code: katagwni/zomai

English (LSJ)

   A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19.    2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.    II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.

German (Pape)

[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.

English (Strong)

from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.

English (Thayer)

deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)

Greek Monolingual

καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῡ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).