ἀμύητος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. [[ἀμύω]]- <i>ICr</i>.4.14b (Gortina)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no iniciado]] en los misterios eleusinos, And.<i>Myst</i>.12, Lys.6.51, Pl.<i>Phd</i>.69c, Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>20<br /><b class="num">•</b>en gener. <i>IG</i> 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.<i>Salt</i>.15, <i>Nau</i>.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d<br /><b class="num">•</b>prov. Ἑρμής [[ἀμύητος]] irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.<br /><b class="num">2</b> fig. abs. [[no iniciado]] en el conocimiento filosófico, Pl.<i>Tht</i>.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no iniciado]], [[desconocedor]], [[profano]] κώμων <i>AP</i> 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor</i> Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.<i>H</i>.36.4, τῆς συνήθους παιδείας <i>Erot.Fr.Pap.Parth</i>.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων <i>SB</i> 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero</i>, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en <i>Didyma</i> 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en <i>ZPE</i> 8.94.12 (Dídima), Opp.<i>C</i>.1.34, Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.<i>All</i>.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.<i>Haer</i>.5.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ <i>AP</i> 12.205 (Strat.).<br /><b class="num">II</b> [[que es iniciación profana]] μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.<i>Prot</i>.2.22.3. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. [[ἀμύω]]- <i>ICr</i>.4.14b (Gortina)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no iniciado]] en los misterios eleusinos, And.<i>Myst</i>.12, Lys.6.51, Pl.<i>Phd</i>.69c, Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>20<br /><b class="num">•</b>en gener. <i>IG</i> 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.<i>Salt</i>.15, <i>Nau</i>.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d<br /><b class="num">•</b>prov. Ἑρμής [[ἀμύητος]] irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.<br /><b class="num">2</b> fig. abs. [[no iniciado]] en el conocimiento filosófico, Pl.<i>Tht</i>.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[no iniciado]], [[desconocedor]], [[profano]] κώμων <i>AP</i> 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor</i> Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.<i>H</i>.36.4, τῆς συνήθους παιδείας <i>Erot.Fr.Pap.Parth</i>.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων <i>SB</i> 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero</i>, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en <i>Didyma</i> 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en <i>ZPE</i> 8.94.12 (Dídima), Opp.<i>C</i>.1.34, Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.<i>All</i>.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.<i>Haer</i>.5.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ <i>AP</i> 12.205 (Strat.).<br /><b class="num">II</b> [[que es iniciación profana]] μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.<i>Prot</i>.2.22.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύητος]], -ον)<br />ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, [[αμυσταγώγητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα [[μυστικά]] μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, [[ακατατόπιστος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], ο μη [[στεγανός]]<br /><b>2.</b> (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το [[δόγμα]], [[αλλά]] δεν βαφτίστηκε [[ακόμη]], ο [[κατηχούμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μυῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμυησία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd.69c: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4. 2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156. II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.
German (Pape)
[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: ἀ, μυέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): cret. ἀμύω- ICr.4.14b (Gortina)
I 1no iniciado en los misterios eleusinos, And.Myst.12, Lys.6.51, Pl.Phd.69c, Arist.Rh.1405a20
•en gener. IG 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.Salt.15, Nau.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d
•prov. Ἑρμής ἀμύητος irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.
2 fig. abs. no iniciado en el conocimiento filosófico, Pl.Tht.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B
•c. gen. no iniciado, desconocedor, profano κώμων AP 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.H.36.4, τῆς συνήθους παιδείας Erot.Fr.Pap.Parth.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων SB 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero, IGBulg.12.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en Didyma 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en ZPE 8.94.12 (Dídima), Opp.C.1.34, Isid.Pel.Ep.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.All.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.Haer.5.8
•neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ AP 12.205 (Strat.).
II que es iniciación profana μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.Prot.2.22.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].