μεγαλογνώμων: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[γνώμη]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[γνώμη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lofty sentiments, high-minded, Id.Oec.21.8: τὸ μ., = foreg., Philostr.Ep.73, cf. X.Ages.9.6.

German (Pape)

[Seite 106] ον, von hoher, erhabener Gesinnung, Xen. Oec. 21, 8 Ages. 9, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογνώμων: -ον, ὁ ἔχων ἔξοχα, γενναῖα αἰσθήματα, μεγαλόφρων, Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.
Étymologie: μέγας, γνώμη.

Greek Monolingual

μεγαλογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υψηλό και ευγενές φρόνημα, μεγαλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόγνωμον
η μεγαλογνωμοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.