ἄοικος: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inhóspito]], [[inhabitable]], [[εἰσοίκησις]] S.<i>Ph</i>.534, χώρα App.<i>Gall</i>.11.3, οἶκος Nonn.<i>D</i>.17.42, cf. Luc.<i>Gall</i>.17.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene casa]] de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa</i> Hes.<i>Op</i>.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.<i>Tr</i>.300, cf. E.<i>Hipp</i>.1029, Pl.<i>Smp</i>.203d, <i>Phdr</i>.240a, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.170, <i>BGU</i> 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, <i>IM</i> 122e.2 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de anim. [[que no tiene guarida]] Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>21. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inhóspito]], [[inhabitable]], [[εἰσοίκησις]] S.<i>Ph</i>.534, χώρα App.<i>Gall</i>.11.3, οἶκος Nonn.<i>D</i>.17.42, cf. Luc.<i>Gall</i>.17.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene casa]] de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa</i> Hes.<i>Op</i>.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.<i>Tr</i>.300, cf. E.<i>Hipp</i>.1029, Pl.<i>Smp</i>.203d, <i>Phdr</i>.240a, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.170, <i>BGU</i> 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, <i>IM</i> 122e.2 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de anim. [[que no tiene guarida]] Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄοικος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[σπίτι]] ή [[οικογένεια]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[ακατοίκητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άφαντος]] («έγινε [[άοικος]]» — εξαφανίστηκε)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακατάλληλος]] για να κατοικήσει [[κανείς]] («[[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]]» — [[κατοικία]] που δεν [[είναι]] [[κατοικία]], άθλια, [[τρώγλη]] —Σοφοκλής). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62. II ἄ. εἰσοίκησις a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn.D.17.42.
German (Pape)
[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maison, sans abri;
2 inhabitable.
Étymologie: ἀ, οἶκος.
Spanish (DGE)
-ον
1 inhóspito, inhabitable, εἰσοίκησις S.Ph.534, χώρα App.Gall.11.3, οἶκος Nonn.D.17.42, cf. Luc.Gall.17.
2 que no tiene casa de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa Hes.Op.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.Tr.300, cf. E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, Phdr.240a, Chrysipp.Stoic.3.170, BGU 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, IM 122e.2 (IV d.C.)
•de anim. que no tiene guarida Arist.HA 488a21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄοικος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια
μσν.- νεοελλ.
ο ακατοίκητος
νεοελλ.
άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)
αρχ.
ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).