γαληνός: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(big3_9) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γᾰληνός) -όν<br /><b class="num">1</b> [[calmado]], [[sereno]], [[tranquilo]] s. cont., Ibyc.228.1<i>S</i>., esp. de la mar, puertos, Str.1.3.8, Longus 2.25.2, Aesop.223, gener. ἅπαντα Luc.<i>DMar</i>.9.2, ὅρμος Longus 2.25.2, κίνημα Hld.3.3.7, Simp.<i>in Epict</i>.p.66<br /><b class="num">•</b>fig. ψυχαί <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.136.13<br /><b class="num">•</b>de pers. [[apacible]], [[sereno]] E.<i>IT</i> 345, M.Ant.7.75<br /><b class="num">•</b>de palabras [[suave]] γαληνὰ προσφθέγματα E.<i>Hec</i>.1160<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. γαληνότερον [[más suavemente]] γ. διαλέγεσθαι Rom.Mel.82.ιηʹ.2<br /><b class="num">•</b>γαληνὴ ἕξις μετώπου disposición suave de la frente</i> Arist.<i>Phgn</i>.812<sup>a</sup>1, ὄμματα I.<i>BI</i> 1.558, [[βίος]] γ. vida apacible</i> Pl.<i>Ax</i>.370d, Plu.2.8a, Ph.1.411<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. γαλήν' ὁρῶ veo la calma</i> E.<i>Or</i>.279, τὸ γαληνόν la tranquilidad</i> Them.<i>Or</i>.34.459, Eust.<i>Op</i>.343.80.<br /><b class="num">2</b> sup. γαληνότατος fórmula de tratamiento [[serenísimo]] (lat. <i>serenissimus</i>) [[δεσπότης]] <i>SB</i> 12250.6 (V/VI d.C.), <i>PGrenf</i>.1.60.16 (VI d.C.), <i>PKöln</i> 157.25 (VI d.C.), <i>PMasp</i>.243.19 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[serena]], [[tranquilamente]] διάγειν D.L.9.45, cf. Gr.Naz.M.35.1024B. | |dgtxt=(γᾰληνός) -όν<br /><b class="num">1</b> [[calmado]], [[sereno]], [[tranquilo]] s. cont., Ibyc.228.1<i>S</i>., esp. de la mar, puertos, Str.1.3.8, Longus 2.25.2, Aesop.223, gener. ἅπαντα Luc.<i>DMar</i>.9.2, ὅρμος Longus 2.25.2, κίνημα Hld.3.3.7, Simp.<i>in Epict</i>.p.66<br /><b class="num">•</b>fig. ψυχαί <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.136.13<br /><b class="num">•</b>de pers. [[apacible]], [[sereno]] E.<i>IT</i> 345, M.Ant.7.75<br /><b class="num">•</b>de palabras [[suave]] γαληνὰ προσφθέγματα E.<i>Hec</i>.1160<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. γαληνότερον [[más suavemente]] γ. διαλέγεσθαι Rom.Mel.82.ιηʹ.2<br /><b class="num">•</b>γαληνὴ ἕξις μετώπου disposición suave de la frente</i> Arist.<i>Phgn</i>.812<sup>a</sup>1, ὄμματα I.<i>BI</i> 1.558, [[βίος]] γ. vida apacible</i> Pl.<i>Ax</i>.370d, Plu.2.8a, Ph.1.411<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. γαλήν' ὁρῶ veo la calma</i> E.<i>Or</i>.279, τὸ γαληνόν la tranquilidad</i> Them.<i>Or</i>.34.459, Eust.<i>Op</i>.343.80.<br /><b class="num">2</b> sup. γαληνότατος fórmula de tratamiento [[serenísimo]] (lat. <i>serenissimus</i>) [[δεσπότης]] <i>SB</i> 12250.6 (V/VI d.C.), <i>PGrenf</i>.1.60.16 (VI d.C.), <i>PKöln</i> 157.25 (VI d.C.), <i>PMasp</i>.243.19 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[serena]], [[tranquilamente]] διάγειν D.L.9.45, cf. Gr.Naz.M.35.1024B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[αγαληνός]], -ή, -ό (AM [[γαληνός]], -ή, -όν, Α και [[γαληνός]], -όν)<br /><b>1.</b> [[γαλήνιος]], [[ατάραχος]] («γαληνή [[θάλασσα]]», «[[ὅρμος]] [[γαληνός]]», Προδρ.<br />«γαλήν' ὁρῶ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ήπιος]], [[ευγενικός]] (α. «ἧθος σεμνὸν καὶ γαληνόν» β. «γαληνά προσφθέγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />Ι. [[σιγανός]], [[ήσυχος]] («το ψαλτήρι σου ύμνο γαληνό το κάνεις»)<br />II. (ο υπερθ.)<br /><b>1.</b> <i>γαληνότατος</i><br />[[προσηγορία]] βασιλέων και ηγεμόνων<br /><b>2.</b> «η Γαληνοτάτη Δημοκρατία» — το [[κράτος]] τών Βενετών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ γαληνόν</i><br />η [[γαλήνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>γαληνά</i><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[αργά]]<br /><b>2.</b> [[σιγανά]], ψιθυριστά<br /><b>3.</b> [[μαλακά]], τρυφερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαληνός]] <span style="color: red;"><</span> [[γαλήνη]], [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ηνός</i>. Κατ' άλλους [[γαληνός]] <span style="color: red;"><</span> <i>γαλασνο</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
όν (ή, όν Cat.Cod.Astr.1.136),
A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or.279; of persons, gentle, Id.IT345; γ. προσφθέγματα Id.Hec.1160; γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn.812a1; βίος Pl.Ax.370d, Ph.1.411; τὸ γ. Them.Or.34p.459D.; as title, γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16 (vi A. D.). Adv. -νῶς D.L.9.45: Comp. -νότερον J.BJ1.28.2.
German (Pape)
[Seite 472] όν, windstill, ruhig; vom Meere Eur. Or. 279; Luc. D. Mar. 10, 2; übh. ruhig, heiter, προσφθέγματα Eur. Hec. 1160; εἴς τινα I. A. 345; βίος Plat. Ax. 370 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαληνός: -όν, ἥσυχος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) βλέπω γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· γ. ἦμαρ, κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, μαλακός, ἤπιος, Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ ἕξις μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
calme, serein.
Étymologie: cf. γαλήνη.
Spanish (DGE)
(γᾰληνός) -όν
1 calmado, sereno, tranquilo s. cont., Ibyc.228.1S., esp. de la mar, puertos, Str.1.3.8, Longus 2.25.2, Aesop.223, gener. ἅπαντα Luc.DMar.9.2, ὅρμος Longus 2.25.2, κίνημα Hld.3.3.7, Simp.in Epict.p.66
•fig. ψυχαί Cat.Cod.Astr.1.136.13
•de pers. apacible, sereno E.IT 345, M.Ant.7.75
•de palabras suave γαληνὰ προσφθέγματα E.Hec.1160
•neutr. compar. como adv. γαληνότερον más suavemente γ. διαλέγεσθαι Rom.Mel.82.ιηʹ.2
•γαληνὴ ἕξις μετώπου disposición suave de la frente Arist.Phgn.812a1, ὄμματα I.BI 1.558, βίος γ. vida apacible Pl.Ax.370d, Plu.2.8a, Ph.1.411
•neutr. subst. γαλήν' ὁρῶ veo la calma E.Or.279, τὸ γαληνόν la tranquilidad Them.Or.34.459, Eust.Op.343.80.
2 sup. γαληνότατος fórmula de tratamiento serenísimo (lat. serenissimus) δεσπότης SB 12250.6 (V/VI d.C.), PGrenf.1.60.16 (VI d.C.), PKöln 157.25 (VI d.C.), PMasp.243.19 (VI d.C.).
3 adv. -ῶς serena, tranquilamente διάγειν D.L.9.45, cf. Gr.Naz.M.35.1024B.
Greek Monolingual
και αγαληνός, -ή, -ό (AM γαληνός, -ή, -όν, Α και γαληνός, -όν)
1. γαλήνιος, ατάραχος («γαληνή θάλασσα», «ὅρμος γαληνός», Προδρ.
«γαλήν' ὁρῶ», Ευρ.)
2. ήπιος, ευγενικός (α. «ἧθος σεμνὸν καὶ γαληνόν» β. «γαληνά προσφθέγματα», Ευρ.)
μσν.- νεοελλ.
Ι. σιγανός, ήσυχος («το ψαλτήρι σου ύμνο γαληνό το κάνεις»)
II. (ο υπερθ.)
1. γαληνότατος
προσηγορία βασιλέων και ηγεμόνων
2. «η Γαληνοτάτη Δημοκρατία» — το κράτος τών Βενετών
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ γαληνόν
η γαλήνη
νεοελλ.
επίρρ. γαληνά
1. ήρεμα, αργά
2. σιγανά, ψιθυριστά
3. μαλακά, τρυφερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαληνός < γαλήνη, σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -ηνός. Κατ' άλλους γαληνός < γαλασνο-].