διεκπλέω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[διεκπλώω]] Hdt.4.89, 7.122<br /><b class="num">1</b> [[cruzar]], [[atravesar]] o [[franquear]] navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. [[διά]] y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles</i> Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.<i>Ind</i>.22.6<br /><b class="num">•</b>abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano</i> Str.1.2.31<br /><b class="num">•</b>c. ac. ref. distancias [[recorrer]] σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς [[δεῖ]] τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce</i> Hdt.2.29<br /><b class="num">•</b>c. ac. ref. ext. terrestres [[pasar]], [[superar]], [[dejar atrás]] navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.<i>Ind</i>.21.10.<br /><b class="num">2</b> en táct. naval [[romper las líneas]] enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.<i>Alc</i>.28, c. [[διά]] y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.<i>Arist</i>.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga</i> App.<i>BC</i> 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.<i>BC</i> 5.119. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[διεκπλώω]] Hdt.4.89, 7.122<br /><b class="num">1</b> [[cruzar]], [[atravesar]] o [[franquear]] navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. [[διά]] y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles</i> Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.<i>Ind</i>.22.6<br /><b class="num">•</b>abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano</i> Str.1.2.31<br /><b class="num">•</b>c. ac. ref. distancias [[recorrer]] σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς [[δεῖ]] τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce</i> Hdt.2.29<br /><b class="num">•</b>c. ac. ref. ext. terrestres [[pasar]], [[superar]], [[dejar atrás]] navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.<i>Ind</i>.21.10.<br /><b class="num">2</b> en táct. naval [[romper las líneas]] enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.<i>Alc</i>.28, c. [[διά]] y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.<i>Arist</i>.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga</i> App.<i>BC</i> 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.<i>BC</i> 5.119. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[διεκπλέω]]) [[εκπλέω]]<br />[[διέρχομαι]] [[θάλασσα]] απ' [[άκρη]] σ' [[άκρη]], [[διαπλέω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπλέω]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> (για πολεμική [[τακτική]]) [[διασπώ]] την εχθρική [[γραμμή]] επιτιθέμενος στο [[μέσο]] της [[έτσι]] που να [[μπορώ]] να [[προσβάλλω]] τα εχθρικά πλοία από [[πίσω]] ή από τα [[πλάγια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. διεκ-πλώω, aor. -έπλωσα:—
A sail out through, τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147; τὰς Κυανέας Id.4.89; τὴν διώρυχα Id.7.122; σχοίνους δυώδεκα Id.2.29; Ἡρακλέων στηλέων Id.4.42: abs., sail out, ib.43. II in naval tactics, break the enemy's line by sailing through it, so as to be able to charge their ships in flank or rear, Hdt.6.15, Th.1.50, 7.36, Sosyl.p.31 B., Plb.1.51.9.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πλέω), durch- u. herausschiffen, durchsegeln; Ἑλλήσποντον Her. 7, 147; s. διεκπλώω. Bes. = mit den Schiffen durchbrechen, Thuc. 1, 50. 7, 36; Xen. Hell. 1, 6, 22; Pol. 1, 51, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -πλώω, ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς διαπλέω, διέρχομαι πλέων, τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους δυώδεκα 2. 29˙ ὡσαύτως, Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., ἐκπλέω, αὐτόθι 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν πλέων διὰ μέσου αὐτῆς ὥστε νὰ δύναμαι νὰ προσβάλλω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ ὄπισθεν, Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους.
French (Bailly abrégé)
1 traverser en naviguant, acc. ou gén.;
2 se faire jour avec des vaisseaux à travers.
Étymologie: διά, ἐκπλέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. διεκπλώω Hdt.4.89, 7.122
1 cruzar, atravesar o franquear navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. διά y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.Ind.22.6
•abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano Str.1.2.31
•c. ac. ref. distancias recorrer σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς δεῖ τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce Hdt.2.29
•c. ac. ref. ext. terrestres pasar, superar, dejar atrás navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.Ind.21.10.
2 en táct. naval romper las líneas enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.Alc.28, c. διά y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.Arist.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga App.BC 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.BC 5.119.
Greek Monolingual
(AM διεκπλέω) εκπλέω
διέρχομαι θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη, διαπλέω
αρχ.
1. εκπλέω
2. ναυτ. (για πολεμική τακτική) διασπώ την εχθρική γραμμή επιτιθέμενος στο μέσο της έτσι που να μπορώ να προσβάλλω τα εχθρικά πλοία από πίσω ή από τα πλάγια.