ἐξισχύω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist subjunctive 2nd [[person]] plural ἐξισχύσητε, to be [[eminently]] [[able]], to [[have]] [[full]] [[strength]] (cf. ἐκ, VI:6) followed by an infinitive Dioscor., Strabo, [[Plutarch]].) | |txtha=1st aorist subjunctive 2nd [[person]] plural ἐξισχύσητε, to be [[eminently]] [[able]], to [[have]] [[full]] [[strength]] (cf. ἐκ, VI:6) followed by an infinitive Dioscor., Strabo, [[Plutarch]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξισχύω]] (AM)<br />[[είμαι]] πολύ [[δυνατός]] («[[οὐδόλως]] ἐξισχύσωμεν τὸ [[θήραμα]] θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιάζω]], [[επικρατώ]]<br /><b>2.</b> έχω στην [[εξουσία]] μου, [[καταδυναστεύω]] («τὸ [[δαιμόνιον]] παίδων ἐξισχύον»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για [[φλόγα]]) [[δυναμώνω]] («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι φλογοῡται καὶ ἐξισχύεται», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A have strength enough, be able, ὥστε ποιεῖν Str.17.1.3: c. inf. only, LXXSi.7.6, Ep.Eph.3.18, J.BJ1.23.2; ἐξίσχυσεν τὰ βιβλείδια ἀθετηθῆναι procured the rejection of the petition, POxy.1120.7 (iii A. D.): abs., prevail, Str.16.1.15, Jul.Or.5.160c; ἐξισχῦσαι καὶ κρατῆσαι τῶν πολλῶν Plu.2.801e. II c. gen., τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχῦον fate prevailing over the children, Ael.VH6.13, cf. Steph.in Hp.1.71D. III Med., of flames, gather force, Thphr.Ign.71.
German (Pape)
[Seite 883] sehr stark, kräftig, wirksam sein, Sp.; ἡ ἐπιμέλεια ἐξίσχυσεν ὥστε τοσαύτην ποτισθῆναι χώραν Strab. XVII, 788, war so wirksam, daß; N. T.; – seine Kraft an Etwas zeigen, auslassen, τὸ δαιμόνιον ἐκτρῖβον τοὺς τυράννους, πίτυος δίκην, ἢ παίδων ἐξισχῦον, es zeigt seine Gewalt noch an den Kindern, indem es sie vertilgt, Ael. V. H. 6, 13
Greek (Liddell-Scott)
ἐξισχύω: ῡ: μέλλ. -ύσω, ἔχω ἱκανὴν ἰσχύν, ἔχω τὴν δύναμιν νά, ὥστε ποιεῖν Στράβων 788· μετ’ ἀπαρ. μόνον, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 18. ΙΙ. κατὰ σπανίαν χρῆσιν, ἢ παρὰ χρῆμα ἐκτρῖβον (τὸ δαιμόνιον) τοὺς τυράννους... ἢ παίδων ἐξισχῦον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 13· «ὁ μὲν νοῦς πρόδηλος, ἢ παραυτίκα τοὺς τυράννους ἐξολοθρεῦον πρὶν ἢ πατέρας γενέσθαι ἢ γενομένων τοὺς παῖδας ἀπολλύον», κτλ., Κοραῆς· πρβλ. Πλούτ. 2. 801Ε.
French (Bailly abrégé)
1 être assez fort pour, être en mesure de, pouvoir, inf.;
2 exercer sa force sur, gén..
Étymologie: ἐξ, ἰσχύω.
English (Strong)
from ἐκ and ἰσχύω; to have full strength, i.e. be entirely competent: be able.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive 2nd person plural ἐξισχύσητε, to be eminently able, to have full strength (cf. ἐκ, VI:6) followed by an infinitive Dioscor., Strabo, Plutarch.)
Greek Monolingual
ἐξισχύω (AM)
είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξουσιάζω, επικρατώ
2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον»)
3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι φλογοῡται καὶ ἐξισχύεται», Θεόφρ.).