ἐπισκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> creuser la terre à la surface, bêcher;<br /><b>2</b> façonner les mottes de terre avec le hoyau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκάπτω]].
|btext=<b>1</b> creuser la terre à la surface, bêcher;<br /><b>2</b> façonner les mottes de terre avec le hoyau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκάπτω]] (AM) [[σκάπτω]]<br /><b>1.</b> [[αναποδογυρίζω]] το [[χώμα]] για να καλύψω τον σπόρο<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[σκάβω]] [[γύρω]] από τη [[ρίζα]] και [[παραχώνω]] όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκαλίζω]] την [[επιφάνεια]] του εδάφους.
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκάπτω Medium diacritics: ἐπισκάπτω Low diacritics: επισκάπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: episkáptō Transliteration B: episkaptō Transliteration C: episkapto Beta Code: e)piska/ptw

English (LSJ)

   A dig superficially, AP9.52 (Carph.).    II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.

Greek Monolingual

ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.