ἑτεροῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />différent, autre, d’autre sorte.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]].
|btext=α, ον :<br />différent, autre, d’autre sorte.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλλοίος]], [[τοίος]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροῖος Medium diacritics: ἑτεροῖος Low diacritics: ετεροίος Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΣ
Transliteration A: heteroîos Transliteration B: heteroios Transliteration C: eteroios Beta Code: e(teroi=os

English (LSJ)

α, ον, Ep. ἑτερ-οίϊος, η, ον, D.P.1180:—

   A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ . . ; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. -οίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219.    II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204.    III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
différent, autre, d’autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.

Greek Monolingual

ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)
μσν.
διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους
2. ασυνήθιστος, παράδοξος
3. διαφορετικός απ' αυτό που έπρεπε να είναι.
επίρρ...
ἑτεροίως
1. ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερ-oıος (πρβλ. αλλοίος, τοίος)].