εὔλυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la lyre mélodieuse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λύρα]].
|btext=ος, ον :<br />à la lyre mélodieuse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λύρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔλυρος]], -ον (Α)<br />(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο [[επιδέξιος]], ο [[επιτήδειος]] στο [[παίξιμο]] της λύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλυρος Medium diacritics: εὔλυρος Low diacritics: εύλυρος Capitals: ΕΥΛΥΡΟΣ
Transliteration A: eúlyros Transliteration B: eulyros Transliteration C: eylyros Beta Code: eu)/luros

English (LSJ)

ον, (λύρα)

   A skilled in the lyre, of Apollo, E.Fr.477; of the Muses, Ar. Ra.229 (lyr.); of a harper, IG14.1663.

German (Pape)

[Seite 1079] die Lyra gut spielend, Μοῦσαι Ar. Ran. 229; Ἀπόλλων Eur. frg. Licymn. 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλῠρος: -ον, (λύρα) ὁ παίζων καλῶς τὴν λύραν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 480· ἐπὶ τῶν Μουσῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 229· ἐπὶ κιθαριστοῦ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 215.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lyre mélodieuse.
Étymologie: εὖ, λύρα.

Greek Monolingual

εὔλυρος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα.