ἠθοποιία: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_9) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠθοποιία''': ἡ, [[μόρφωσις]] χαρακτῆρος, ἤθους, Στράβ. 648· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 128. ΙΙ. διαγραφὴ χαρακτῆρος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 8. | |lstext='''ἠθοποιία''': ἡ, [[μόρφωσις]] χαρακτῆρος, ἤθους, Στράβ. 648· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 128. ΙΙ. διαγραφὴ χαρακτῆρος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἠθοποιία]]) [[ηθοποιός]]<br /><b>1.</b> [[μόρφωση]] ήθους, [[διαμόρφωση]] χαρακτήρα, [[ηθική]] [[εκπαίδευση]]<br /><b>2.</b> η [[μίμηση]] και [[αναπαράσταση]] ηθών και χαρακτήρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του ηθοποιού, του θεατρικού υποκριτή, ο [[οποίος]] υποδύεται κάποιο [[πρόσωπο]] και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του [[ένας]] [[ηθοποιός]], το [[παίξιμο]]<br /><b>3.</b> η έντεχνη και προσποιητή [[εκδήλωση]] συναισθημάτων τα οποία στην [[πραγματικότητα]] δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει<br /><b>4.</b> [[ακριβής]] και [[σαφής]] [[χαρακτηρισμός]] προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>μσν.</b><br />[[ηθική]] [[διδασκαλία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> η [[απόδοση]], η [[μεταφορά]] τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A formation of character, Str.2.5.26 (pl.), Gal.15.97. II delineation of character, Phld.Po.5.9 (pl.), Str.14.1.41, D.H.Lys.8, Isoc.11 (pl.), Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιία: ἡ, μόρφωσις χαρακτῆρος, ἤθους, Στράβ. 648· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 128. ΙΙ. διαγραφὴ χαρακτῆρος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 8.
Greek Monolingual
η (AM ἠθοποιία) ηθοποιός
1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση
2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων
νεοελλ.
1. η τέχνη του ηθοποιού, του θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις
2. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του ένας ηθοποιός, το παίξιμο
3. η έντεχνη και προσποιητή εκδήλωση συναισθημάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει
4. ακριβής και σαφής χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την προσοχή του ακροατή
μσν.
ηθική διδασκαλία
μσν.-αρχ.
(ρητ.) η απόδοση, η μεταφορά τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο άλλο.