Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυλόγος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(Bailly1_2)
(16)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au doux langage, au langage caressant <i>ou</i> persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[λόγος]].
|btext=ος, ον :<br />au doux langage, au langage caressant <i>ou</i> persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[λόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδύλογος]] και [[ἡδυλόγος]], δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (προπαροξύτονο) [[ηδύλογος]], -<i>ον</i><br />(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί [[γλυκά]], που ακούγεται [[γλυκά]], που έχει γλυκιά [[φωνή]] («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (παροξύτονο) [[ἡδυλόγος]], -<i>ον</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κολακεύει, ο [[κολακευτικός]] («[[ἡδυλόγος]] [[δημοχαριστής]] Λαερτιάδης», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡδυλόγος]]<br />[[γελωτοποιός]], αστειολόγος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδυλόγως</i><br />[[κατά]] τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά [[φωνή]], με [[γλυκά]] [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αντί]]-<i>λογος</i>, [[παρά]]-<i>λογος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.

Greek Monolingual

ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικόςἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ. ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].