θαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(SL_1)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θαμβαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[admire]] [[τόθι]] δένδρεα θάμβαινε [[σταθείς]] (θαύμαινε v. l.) (O. 3.32)
|sltr=[[θαμβαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[admire]] [[τόθι]] δένδρεα θάμβαινε [[σταθείς]] (θαύμαινε v. l.) (O. 3.32)
}}
{{grml
|mltxt=[[θαμβαίνω]] (Α) [[θάμβος]]<br />[[είμαι]] [[έκπληκτος]], [[είμαι]] [[κατάπληκτος]] («θάμβαινε σταθείς», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμβαίνω Medium diacritics: θαμβαίνω Low diacritics: θαμβαίνω Capitals: ΘΑΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: thambaínō Transliteration B: thambainō Transliteration C: thamvaino Beta Code: qambai/nw

English (LSJ)

   A = θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.

German (Pape)

[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).

French (Bailly abrégé)

être frappé d’étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.

English (Slater)

θαμβαίνω
   1 admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v. l.) (O. 3.32)

Greek Monolingual

θαμβαίνω (Α) θάμβος
είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.).