ἡνία: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=pl.: [[reins]]; [[often]] [[adorned]] [[with]] [[gold]] or [[ivory]], σῖγαλόεντα, Il. 5.226.
|auten=pl.: [[reins]]; [[often]] [[adorned]] [[with]] [[gold]] or [[ivory]], σῖγαλόεντα, Il. 5.226.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].———————— <b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνία Medium diacritics: ἡνία Low diacritics: ηνία Capitals: ΗΝΙΑ
Transliteration A: hēnía Transliteration B: hēnia Transliteration C: inia Beta Code: h(ni/a

English (LSJ)

(A), Dor. ἁνία, ίων, τά (v. sub fin.),

   A reins, Il.5.226, Od.3.483, Hes.Sc.95, Pi.P.4.18, I.1.15: rare exc. in Poets, ἐφ' ἡνία,= ἐφ' ἡνίαν (v. sq.), Ael.Tact.19.12.    II sg., ἡνίον, τό, bit, Poll.1.148. (I.-E. [nmacrnull]siyo-, cf. Skt. nāsyam 'nose-rein', Ir. éssi 'reins'.)
ἡνία (B), Dor. ἁνία, ἡ, post-Hom.,= foreg.,

   A bridle, reins, in pl., Pi. P.5.32, A.Pers.193, etc.; πρὸς ἡνίας μάχεσθαι Id.Pr.1010; εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡ. Pl.Phdr.254c: less freq. in sg., Ἥλιε . . ἐπισχὼν χρυσόνωτον ἡ. S.Aj.847; ἡ. χαλᾶν E.Fr.409: the sg. for one rein, ἔπειτα λύων ἡ. ἀριστεράν S.El.743.    2 metaph., Ἔρως . . ἡνίας ηὔθυνε παλιντόνους Ar.Av.1739; δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ' ἕν' ἡνίας ἔχειν E.Andr.178; ἐφεῖναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡ. τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; παραλαβοῦσαι τῆς πόλεως τὰς ἡ. Ar.Ec.466; τούτῳ παραδώσω τῆς πυκνὸς τὰς ἡ. Id.Eq. 1109; γαστρὸς πᾶσαν ἡ. κρατεῖν Men.Mon.81; τῷ δήμῳ τὰς ἡ. ἀνείς Plu.Per.11; ἐνδιδόναι τοῖς βουλήμασι τὰς ἡ. D.H.7.35; παρὰ τὴν ἡ. πράττειν Philostr.Im.2.18; πρὸς ταῖς ἡ., of high officials, BCH32.431 (Delos); ἐπὶ τῶν ἡ. LXX 1 Ma.6.28.    3 as a military term, ἐφ' ἡνίαν wheeling to the left (the left being the bridle hand), Plb. 10.23.2, Ascl. Tact.10.2, Polyaen.4.3.21; [τὸν ἵππον] περισπάσας ἐφ' ἡνίαν τῷ χαλινῷ Plu.Marc.6; ἐξ ἡνίας, opp. ἐκ δόρατος, Plb.11.23.6.    II any leather thong, esp. sandal-thong, ἡνίαι Λακωνικαί Ar.Ec.508.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, bei Hom. immer, wie Hes. ge. 95 u. sp. Ep., auch Pind. P. 4, 18 I. 1, 15, im plur. τὰ ἡνία, Zügel; sowohl bei Reit-, als bei Wagenpferden; ἡνία λάζετο χερσί Od. 3, 483; Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία Il. 8, 137; τεῖναν ἡνία σιγαλόεντα 5, 266; vom Zaum oder Gebiß, χαλινός, unterschieden, 19, 394; περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινόν Plut. Alex. 6; ἀκηράτοις ἁνίαις Pind. P. 5, 45; ἐν ἡνίαισιν εἶχεν εὔαρκτον στόμα Aesch. Pers. 189; πρὸς ἡνίας μάχῃ, gegen den Zügel kämpfen, in den Zügel beißen, Prom. 1012; ἐπίσχων χρυσόνωτον ἡνίαν Soph. Ai. 834; ἡνίας χεροῖν ἔσεισαν El. 702; λύων ἡνίαν ἀριστεράν 733; μάρπτει χερσὶν ἡνίας Eur. Hipp. 1188; übertr., δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ' ἕν' ἔχειν ἡνίας Androm. 178; Ar. sagt auch ἡνίαι πόλεως, τῆς Πυκνός, Eccl. 466 Equ. 1 105; Plat. öfter im plur., ἡνίας εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι Phaedr. 254 c, ἐφεῖ. ναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, die Zügel anlegen, anziehen u. nachlassen, Prot. 338 a, καὶ χαλινός Rep. X, 601 c; Folgde oft übertr. für Lenkung, Regierung, Gewalt, τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀνείς Plut. Pericl. 11, ihm den Zügel schießen lassend; ἐνεδίδου τοῖς βουλήμασι τὰς ἡνίας D. Hal. 7, 35; παρ' ἡνίαν ποιεῖν, ungehorsam, unfolgsam sein, Philostr. Imagg. 2, 18; – ἀφ' ἡνίας u. ἐφ' ἡνίαν, von der Rechten nach der Linken, Polyaen. 4, 3, 21; vgl. Plut. Harc. 6. – Allgemeiner, lederner Riemen, Schuhriemen, χάλα συνάπτους ἡνίας Λακωνικάς Ar. Eccl. 508, Schol. τὰς συναπτούσας καὶ δεσμούσας τὰ ὑποδήματα.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνία: -ων, τά (ἴδε ἐν τέλ.) ἡνίαι, χαλινός, συχνάκις παρ’ Ὁμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τοῦτον τὸν οὐδ. πληθ. τύπον, Ἰλ. Ε. 226, Ὀδ. Γ. 483, κτλ.· οὕτως, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95, Πίνδ.· ἐνῷ οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς ἀείποτε χρῶνται τῷ θηλ. τύπῳ ἡνία (ὃ ἴδε)· ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Ἰλ. Ε. 262, 322· κατὰ δ’ ἡνία τεῖναν ὀπίσσω, ἔσυραν πρὸς τὰ ὀπίσω, Τ. 394, πρβλ. Γ. 261. ΙΙ. ἑνικ. ἡνίον, τό, χαλινός, Πολυδ. Α΄, 148. (Ὑποκορ. κατὰ τύπον καὶ τονισμὸν ὑποδεικνύον οὐσιαστ. ἧνος ἢ ἧνον· ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι yam (tenere, coërcere), πρβλ. yantr (auriga))

French (Bailly abrégé)

1ων (τά) :
v. ἡνίον.
2ας (ἡ) :
bride, rêne : ἡνίας ἐπισχεῖν SOPH retenir les rênes ; ἐφ’ ἡνίαν, de droite à gauche, sur la gauche ; fig. τὰς ἡνίας τινὶ ἀνιέναι PLUT lâcher la bride à qqn ou à qch.
Étymologie: DELG étym. douteuse.

English (Autenrieth)

pl.: reins; often adorned with gold or ivory, σῖγαλόεντα, Il. 5.226.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἡνία, δωρ. τ. ἁνία)
1. ηνίο, χαλινός, χαλινάρι, γκέμι («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», Αισχύλ.)
2. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διοίκηση («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», Αριστοφ.)
αρχ.
1. δερμάτινο λουρί με το οποίο έδεναν τα υποδήματα
2. φρ. στρ. «ἐφ' ἡνίαν» — προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀννία, με απλοποίηση τών δύο -ν- και αντέκταση του α- σε η- < ἀνσία, με αφομοίωση. Η δασύτητα της λ. δεν ερμηνεύεται με βεβαιότητα και μάλλον δεν είναι αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. ē(i)si, ενώ η συσχέτιση με λατ. ānsa «λαβή» και λιθ. āsa, με την ίδια σημασία, δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (ἡνίαι), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. (ἡνία) προφανώς για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως ἡνίαι επιβεβαιώνεται ως αρχικός από μυκηναϊκή a-ni-ja «ηνία» και οργανική πληθ. a-ni-ja-pi.
ΠΑΡ. νεοελλ. ηνιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηνίοχος
αρχ.
ηνιοποιός, ηνιορράφος, ηνιόστροφος, ηνιοστρόφος
(Β συνθετικό) ευήνιος, δυσήνιος, πειθήνιος
αρχ.
ανήνιος, φιλήνιος, χρυσήνιος.———————— (II)
τα (AM ἡνία, Α δωρ. τ. ἁνία)
πληθ. του ηνίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].