Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴδμων]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] κάποιου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ίδ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>-<i>μων</i>), παράγωγο του [[οίδα]] «[[γνωρίζω]]», εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ιδ</i>- της ρίζας <i>Fειδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. <i>vidman</i> «[[φρόνηση]]»].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμων Medium diacritics: ἴδμων Low diacritics: ίδμων Capitals: ΙΔΜΩΝ
Transliteration A: ídmōn Transliteration B: idmōn Transliteration C: idmon Beta Code: i)/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι)

   A having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).

German (Pape)

[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.

Greek Monolingual

ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< Fίδ-μων), παράγωγο του οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].