καθεκτός: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut arrêter, contenir.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κατέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθεκτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδέχεται [[αναχαίτιση]], [[δεκτικός]] συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ [[καθεκτός]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δεκτικός]] κατοχής («τῶν πραγμάτων [[οὐκέτι]] πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — [[επειδή]] η [[εξουσία]] δεν ήταν [[πλέον]] δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αρπαγμένος από κάποιον<br /><b>4.</b> [[εφικτός]], [[καταληπτός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐν τῷ καθεκτῷ [[εἶναι]]» — να κρατηθεί [[κάποιος]], να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει [[αδιάφορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που επιδέχεται [[αναχαίτιση]] και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — [[έτσι]] ώστε να μην περιορίζεται [[κανείς]], Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> ρηματ. επίθ. σε -<i>ός</i> του ρ. <i>κατ</i>-<i>έχω</i> με [[σημασία]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κατέχω)
A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5. II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.
German (Pape)
[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.
Greek Monolingual
καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].