κάθοδος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> descente :<br /><b>1</b> chemin pour descendre;<br /><b>2</b> action de descendre;<br /><b>II.</b> retour ; <i>particul.</i> retour d’un exilé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁδός]].
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> descente :<br /><b>1</b> chemin pour descendre;<br /><b>2</b> action de descendre;<br /><b>II.</b> retour ; <i>particul.</i> retour d’un exilé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁδός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κάθοδος]], Α ιων. τ. [[κάτοδος]])<br /><b>1.</b> [[κατάβαση]] από υψηλότερο [[μέρος]] σε χαμηλότερο, [[κατέβασμα]] («η [[κάθοδος]] στον [[υπόγειο]] [[είναι]] επικίνδυνη»)<br /><b>2.</b> ο [[δρόμος]] που φέρει [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατωφέρεια]], [[κατηφοριά]] («η [[κάθοδος]] μερικές φορές [[είναι]] πιο κουραστική από την άνοδο»)<br /><b>3.</b> η [[μετάβαση]] από μεσόγεια μέρη [[προς]] τα παράλια (α. «η [[κάθοδος]] τών Δωριέων» β. «ἡ [[κάθοδος]] ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.<br />γ. «ἡ [[κάθοδος]] τῶν μυρίων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σκάλα]] που οδηγεί [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) το [[ηλεκτρόδιο]] στο οποίο πραγματοποιείται η [[έξοδος]] του ηλεκτρικού ρεύματος [[προς]] τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου<br />β) το [[ηλεκτρόδιο]] που αποτελεί την [[πρωτεύουσα]] [[πηγή]] ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κάθοδοι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η [[επικοινωνία]] με το [[κύτος]] και ο [[αερισμός]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[επιστροφή]], [[επάνοδος]] και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῑ μέγαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επανάληψη]] («χιλίων ἐτῶν [[κάθοδος]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[οδός]] που οδηγεί [[προς]] τον Άδη<br /><b>4.</b> (για φαγητά) [[κατάποση]] («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ [[ἡδονή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρον.</b> η [[κλίση]] τών πλανητών<br /><b>6.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[πορεία]] του ποταμού Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]. Ως επιστημον. όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cathode</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθοδος Medium diacritics: κάθοδος Low diacritics: κάθοδος Capitals: ΚΑΘΟΔΟΣ
Transliteration A: káthodos Transliteration B: kathodos Transliteration C: kathodos Beta Code: ka/qodos

English (LSJ)

Ion. κάτοδος, ἡ,

   A descent, esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession, ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26: generally, going down, τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA690b30, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29.    2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4.    3 journey down the Nile, POxy. 1119.27 (iii A.D.), etc.    II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; esp. of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.; κ. καὶ ἄδεια Id.8.81.    III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in pl., LXXEc.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.; ἄχρι δύο καθόδων twice over, Alex.Trall.1.17.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, der Weg hinab, Luc. D. mort. 27, 1, das Hinuntergehen, z. B. in die Unterwelt, Plut. Is. et Os. 69; τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονή, d. i. beim Hinunterschlucken, Arist. part. an. 4, 11. – Gew. die Rückkehr, καθόδου δί. δωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν Eur. Herc. Fur. 19; bes. der Verbannten in ihr Vaterland, Her. 1, 60 u. öfter, in der ion. Form κάτοδος; Thuc. ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν 8, 81; Plat. Legg. IX, 867 d; Xen. Hell. 1, 1, 22 u. öfter; Lys. 18, 10; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν Pol. 2, 41, 4; Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κάθοδος: Ἰων. κάτοδος, ἡ, κατάβασις, Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ κατάβασις, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως ἐπάνοδος ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ ἄδεια ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = περίοδος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. descente :
1 chemin pour descendre;
2 action de descendre;
II. retour ; particul. retour d’un exilé.
Étymologie: κατά, ὁδός.

Greek Monolingual

η (AM κάθοδος, Α ιων. τ. κάτοδος)
1. κατάβαση από υψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο, κατέβασμα («η κάθοδος στον υπόγειο είναι επικίνδυνη»)
2. ο δρόμος που φέρει προς τα κάτω, κατωφέρεια, κατηφοριά («η κάθοδος μερικές φορές είναι πιο κουραστική από την άνοδο»)
3. η μετάβαση από μεσόγεια μέρη προς τα παράλια (α. «η κάθοδος τών Δωριέων» β. «ἡ κάθοδος ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.
γ. «ἡ κάθοδος τῶν μυρίων»)
νεοελλ.
1. η σκάλα που οδηγεί προς τα κάτω
2. φυσ.-χημ. α) το ηλεκτρόδιο στο οποίο πραγματοποιείται η έξοδος του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου
β) το ηλεκτρόδιο που αποτελεί την πρωτεύουσα πηγή ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού
3. στον πληθ. οι κάθοδοι
ναυτ. τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η επικοινωνία με το κύτος και ο αερισμός του
αρχ.
1. γεν. επιστροφή, επάνοδος και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῑ μέγαν», Ευρ.)
2. επανάληψη («χιλίων ἐτῶν κάθοδος», ΠΔ)
3. οδός που οδηγεί προς τον Άδη
4. (για φαγητά) κατάποση («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ ἡδονή», Αριστοτ.)
5. αστρον. η κλίση τών πλανητών
6. η προς τα κάτω πορεία του ποταμού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁδός. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cathode].