κανάβινος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]]. | |btext=<i>c.</i> [[καννάβινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[καννάβινος]], -η, -ο(ν) (Α [[κανάβινος]] και [[καννάβινος]], -ίνη, -ον)<br />καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («[[κράμβη]] κανναβίνη», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («[[κανάβινος]] κηρὸς<br />ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> όμοιος με κάν(ν)αβον. με [[σκελετό]], [[σκελετωμένος]], [[ισχνός]] («κανάβινον [[σώμα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβις</i> ή <span style="color: red;"><</span> <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of or for a block-figure, κηρός Hsch.; σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, AP11.107 (Lucill.): κανάβιον codd. in ll. cc.; κᾱ- in APl.c. (nisi leg. κανν-).
German (Pape)
[Seite 1319] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; κηρός, Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς σῶμα τὸ καννάβινον (XI, 107 καννάβιον), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνάβῐνος: η, ος, «κανάβινος κηρός· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· σῶμα κ., ἰσχνὸς ὡς κάναβος, Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ καννάβιον.
French (Bailly abrégé)
c. καννάβινος.
Greek Monolingual
και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)
καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη
αρχ.
1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)
2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («κανάβινος κηρὸς
ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)
3. όμοιος με κάν(ν)αβον. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].