κατασφάζω: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(T22) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to [[kill]] [[off]] (cf. [[κατά]] III:1), to [[slaughter]]": Sept.; [[Herodotus]], Tragg., [[Xenophon]], Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).) | |txtha=(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to [[kill]] [[off]] (cf. [[κατά]] III:1), to [[slaughter]]": Sept.; [[Herodotus]], Tragg., [[Xenophon]], Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατασφάζω]] και Μ [[κατασφάττω]])<br />[[σφάζω]] με [[αγριότητα]], [[σκοτώνω]] [[χωρίς]] οίκτο, [[κατακρεουργώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
later κατασυν-σφάττω Luc.Sacr.12 (Pass. -
A σφάττεσθαι Jul. Or.5.174a): fut. -ξω LXX Ez.16.40:—slaughter, murder, Hdt.6.23, 8.127, LXX l.c., al., Ev.Luc.19.27, D.C.40.48: freq. in aor. Pass. κατεσφάγην [ᾰ] A.Eu.102, S.OT730, X. An.4.1.17, etc.
Greek (Liddell-Scott)
κατασφάζω: βραδύτερον -σφάττω: μέλλ. -ξω· -σφάζων, ῥίπτω κάτω, τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 23· ἐπεὶ δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· συχν. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα, ao.2 Pass. κατεσφάγην;
égorger.
Étymologie: κατά, σφάζω.
English (Thayer)
(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to kill off (cf. κατά III:1), to slaughter": Sept.; Herodotus, Tragg., Xenophon, Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).)
Greek Monolingual
(AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω)
σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ.