καταφλέγω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(eksahir) |
(19) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[abrasar]], [[consumir completamente]] | |esgtx=[[abrasar]], [[consumir completamente]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καταφλέγω]])<br />(επιτ. του [[φλέγω]])<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] με [[φωτιά]], [[αποτεφρώνω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για σφοδρά [[πάθη]]) [[κατακαίω]], [[φλογίζω]]<br />(«τον καταφλέγει ο [[έρωτας]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> [[πυρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] καυστικό πόνο, [[τσούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κεραυνοβολώ]], [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]] κάποιον σαν [[κεραυνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -
A φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.
Greek (Liddell-Scott)
καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.
French (Bailly abrégé)
brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.
English (Autenrieth)
fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.
Spanish
abrasar, consumir completamente
Greek Monolingual
(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.