κελέοντες: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />montants d’un métier à tisser vertical.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[κολωνός]]. | |btext=ων ([[οἱ]]) :<br />montants d’un métier à tisser vertical.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[κολωνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελέοντες]], οἱ (Α)<br />τα δοκάρια του όρθιου υφαντικού ιστού, του αργαλειού τών αρχαίων, [[ανάμεσα]] στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται πιθ. με [[μετοχή]] ενεστ. ενός αμάρτυρου <i>κελέω</i>, παρ. ενός [[επίσης]] αμάρτυρου <i>κέλος</i>. (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>c</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[μέτωπο]]», πιθ. και [[κολοφών]], [[κολωνός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[είναι]] δάνεια λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ων, οἱ,
A = ἱστόποδες, the vertical beams in the upright loom, between which the web hung down, Ar.Fr.795, Antipho Fr.11, Theoc.18.34, Ant.Lib.10.2, cf. Paus.Gr.and Ael.Dion.Fr.228: sg., v. foreg.
German (Pape)
[Seite 1414] οἱ, die langen Bäume des Webstuhls, zwischen denen das Gewebe ausgespannt war, Theocr. 18, 34; vgl. ἱστόποδες; Harpocr. B. A. 271.
Greek (Liddell-Scott)
κελέοντες: -ων, οἱ, αἱ δοκοὶ τοῦ ὀρθίου ἱστοῦ τῶν ἀρχαίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐτείνετο τὸ ὕφασμα· ὡσαύτως, τὰ καταπεπηγότα ἢ ὀρθὰ ξύλα, ἱστόποδες, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 628) παρ’ Ἡσυχ., Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Θεόκρ. 18. 34, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 884. 15·- ὁ ἑνικ. ἀναφέρεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λέξει κελένδρυον, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κελένδρυνον.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
montants d’un métier à tisser vertical.
Étymologie: DELG pê apparenté à κολωνός.
Greek Monolingual
κελέοντες, οἱ (Α)
τα δοκάρια του όρθιου υφαντικού ιστού, του αργαλειού τών αρχαίων, ανάμεσα στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με μετοχή ενεστ. ενός αμάρτυρου κελέω, παρ. ενός επίσης αμάρτυρου κέλος. (πρβλ. αρχ. σλαβ. cělo «μέτωπο», πιθ. και κολοφών, κολωνός). Κατ' άλλη άποψη, είναι δάνεια λ.].