κλῶσμα: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῶσμα''': τό, τὸ κεκλωσμένον, [[νῆμα]], κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7. | |lstext='''κλῶσμα''': τό, τὸ κεκλωσμένον, [[νῆμα]], κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κλῶσμα]]) [[κλώθω]]<br /><b>1.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]]<br /><b>2.</b> [[κλώση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στριφογύρισμα]], [[κλωθογύρισμα]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[νήμα]] που προκύπτει από τη [[συστροφή]] τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο [[κατόπιν]] συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την [[κατασκευή]] του εμβόλου τών σχοινιών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[στροφή]], [[στριφογύρισμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έγνοια]], [[στενοχώρια]]<br /><b>2.</b> [[γύρισμα]] ή [[αλλαγή]] της τύχης<br /><b>αρχ.</b><br />το [[νήμα]] της μοίρας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (κλώθω)
A clue, Nic.Fr.72.1, Paus.6.26.7. 2 thread, LXXNu.15.38. 3 metaph., thread of fate, κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123 (Amorgos).
German (Pape)
[Seite 1459] τό, das Gespinnst; Nic. Ath. IX, 372 e; Paus. 6, 26, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῶσμα: τό, τὸ κεκλωσμένον, νῆμα, κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7.
Greek Monolingual
το (AM κλῶσμα) κλώθω
1. κλωστή, νήμα
2. κλώση
νεοελλ.
1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα
2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή του εμβόλου τών σχοινιών
νεοελλ.-μσν.
(για ποταμό) στροφή, στριφογύρισμα
μσν.
1. έγνοια, στενοχώρια
2. γύρισμα ή αλλαγή της τύχης
αρχ.
το νήμα της μοίρας.