λαχμός: Difference between revisions
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαχμός''': ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[λάχνος]] ἐν Ὀδ. Ι. 445. | |lstext='''λαχμός''': ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[λάχνος]] ἐν Ὀδ. Ι. 445. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Μ)<br />[[μερίδιο]], [[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λαγχάνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεσ</i>-<i>μός</i>, <i>χρησ</i>-<i>μός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Α)<br />[[λακτισμός]], [[κλότσημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάξαι]] (= <i>λακτίσαι</i>, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαξ</i>)].———————— <b>(III)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Α)<br />[[χνούδι]], [[λάχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λάχνος]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = λάχος, Sch.Theoc.8.30, Eust.1521.48.
λαχμός (B), ὁ,
A = λακτισμός, Antim.54.
λαχμός (C), ὁ,
A v.l. for λάχνος (A) in Od.9.445, cf. Eust.1638.39, Hsch.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, von λαγχάνω, das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für λάχνος. ὁ, von λάζω, λάγδην, = λακτισμός, VLL. aus Antimach. fr. 64.
Greek (Liddell-Scott)
λαχμός: ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ λάχνος ἐν Ὀδ. Ι. 445.
Greek Monolingual
(I)
λαχμός, ὁ (Μ)
μερίδιο, κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔ-λαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + κατάλ. -μός (πρβλ. θεσ-μός, χρησ-μός)].———————— (II)
λαχμός, ὁ (Α)
λακτισμός, κλότσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (βλ. λαξ)].———————— (III)
λαχμός, ὁ (Α)
χνούδι, λάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνος (Ι)].