μυθοπλάστης: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_19) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, [[πλάττω]], ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 ([[ἔνθα]] μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ. | |lstext='''μῡθοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, [[πλάττω]], ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 ([[ἔνθα]] μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ [[μυθοπλάστης]])<br />αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο [[μυθοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>χαλκο</i>-[[πλάστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A coiner of legends, Lyc.764, Ph.1.405 (pl.).
German (Pape)
[Seite 215] ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, πλάττω, ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 (ἔνθα μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης)
αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός
νεοελλ.
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.