νεογιλός: Difference between revisions
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[νεογιλλός]]. | |btext=v. [[νεογιλλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεογιλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο [[νεογέννητος]] («καί σε Κόως ἀτίταλλε [[βρέφος]] νεογιλὸν ἐόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τα δόντια) αυτός που φύεται [[πρώτος]], [[πρωτοφυής]], [[γαλαξίας]] («[[εἰσόκε]] μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι [[δέμας]]», Οππ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «νεογιλή [[οδοντοφυΐα]]» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή [[οδοντοφυΐα]] τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη ζωή) αυτός που [[είναι]] [[σύντομος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. [[γιλός]] «μικρό [[παιδί]]», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό <i>kira</i> = <i>γίλα</i> «μικρή [[κόρη]]» (<b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Γίλος</i>, <i>Γιλίων</i>, <i>Γίλις</i> και <i>Γιλίς</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>γίδλος</i> και συνδέεται με λιθουαν. <i>žindu</i> «[[θηλάζω]], [[βυζαίνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A new-born, young, σκύλαξ Od.12.86; βρέφος Is.Fr.12, Theoc. 17.58; ἔριφος Alciphr.1.27; ὀδοὺς ν. one of the first set of teeth, Opp.C.1.199; βίου χρόνος ν. life short as childhood, Luc.Halc.3. (In Od. l.c. glossed νεογνῆς, . . νεωστὶ γεννηθείσης by Hsch.; also γάλακτι τρεφομένης by Sch.Od.; spelling and etym. are doubtful, perh. cf. Lith. žindù 'suckle'.)
German (Pape)
[Seite 241] ή, όν, (von γάλα, γλάγος nach den Alten, = νεογλαγής, oder gar nach Eust. = νεόγονος), neugeboren, jung; Od. 12, 86; βρέφος, Theocr. 17, 58; βίου χρόνος, d. i. kurz, Luc. Halcyon. 3; ὀδούς, Milchzahn, Opp. Cyn. 1, 399; Poll. 2, 8 (wo früher νεογιλαῖος u. νεογιλής stand) citirt es auch aus Isae. u. verwirft es.
Greek (Liddell-Scott)
νεογῑλός: -ή, -όν, ὁ νεωστὶ γεννηθείς, γεογενής, γεογέννητος, σκύλαξ Ὀδ. Μ. 86· βρέφος Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 8, Θεόκρ. 17. 58· ὀδοὺς ν., πρωτοφυής, Ὀππ. Κυν. 1. 199· βίου χρόνος ν., βίος βραχὺς ὡς ἡ παιδικὴ ἡλικία, Λουκ. Ἀλκυὼν 3, ἔνθα ἴδε Hemst. (Οἱ γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ διὰ τοῦ νεογλαγής).
French (Bailly abrégé)
v. νεογιλλός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νεογιλός, -ή, -όν)
1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.)
2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας», Οππ.)
νεοελλ.
φρ. «νεογιλή οδοντοφυΐα» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή οδοντοφυΐα τών διφυόδοντων σπονδυλοζώων
αρχ.
(για τη ζωή) αυτός που είναι σύντομος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. γιλός «μικρό παιδί», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό kira = γίλα «μικρή κόρη» (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Γίλος, Γιλίων, Γίλις και Γιλίς). Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. γίδλος και συνδέεται με λιθουαν. žindu «θηλάζω, βυζαίνω»].