ὁμοιοτέλευτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui se termine de même (mot), homéotéleute.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[τελευτή]].
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui se termine de même (mot), homéotéleute.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[τελευτή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιοτέλευτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον [[άλλο]], που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]], [[ομοιοκατάληκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ ὁμοιοτέλευτο</i>(<i>ν</i>) και <i>τὰ ὁμοιοτέλευτα</i><br /><b>(ρητ.)</b><br />[[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο τίθενται στο [[τέλος]] επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια [[κατάληξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»<br /><b>μτφ.</b> το να τελειώνει [[κάποιος]] μια [[πρόταση]] με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοτελεύτως</i> (Μ ὁμοιοτελεύτως)<br />με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο [[σχήμα]], ομοιοκαταλήκτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέλευτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]])].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτέλευτος Medium diacritics: ὁμοιοτέλευτος Low diacritics: ομοιοτέλευτος Capitals: ΟΜΟΙΟΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: homoiotéleutos Transliteration B: homoioteleutos Transliteration C: omoioteleftos Beta Code: o(moiote/leutos

English (LSJ)

ον,

   A ending alike : τὸ ὁ. the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.) : -τέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26 ; -τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν end a sentence with ὁμοιοτέλ., S.E. M.2.57.

German (Pape)

[Seite 336] mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. qui se termine de même (mot), homéotéleute.
Étymologie: ὅμοιος, τελευτή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιοτέλευτος, -ον)
1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα
(ρητ.)
σχήμα κατά το οποίο τίθενται στο τέλος επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια κατάληξη
αρχ.
φρ. «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»
μτφ. το να τελειώνει κάποιος μια πρόταση με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
ομοιοτελεύτως (Μ ὁμοιοτελεύτως)
με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο σχήμα, ομοιοκαταλήκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τέλευτος (< τελευτή)].