παράπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de tomber <i>ou</i> de s’étendre auprès de;<br /><b>II.</b> action de tomber sur : [[ἐπί]] τινα attaque <i>ou</i> poursuite dirigée contre qqn;<br /><b>III.</b> action de s’écarter du droit chemin, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au mor.</i> dérogation, violation;<br /><b>2</b> erreur, faute;<br /><b>3</b> situation d’un lieu à côté <i>ou</i> hors du chemin.<br />'''Étymologie:''' [[παραπίπτω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de tomber <i>ou</i> de s’étendre auprès de;<br /><b>II.</b> action de tomber sur : [[ἐπί]] τινα attaque <i>ou</i> poursuite dirigée contre qqn;<br /><b>III.</b> action de s’écarter du droit chemin, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au mor.</i> dérogation, violation;<br /><b>2</b> erreur, faute;<br /><b>3</b> situation d’un lieu à côté <i>ou</i> hors du chemin.<br />'''Étymologie:''' [[παραπίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [[παραπίπτω]]<br />γραμματικό [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή να βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρεκτροπή]] από τον ίσιο δρόμο, [[παράβαση]]<br /><b>3.</b> [[καταδίωξη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῡ τόπου [[παράπτωσις]]» — [[θέση]] κάποιου τόπου [[μακριά]] από τον δρόμο<br />β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — [[κατά]] την [[διάρκεια]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπτωσις Medium diacritics: παράπτωσις Low diacritics: παράπτωσις Capitals: ΠΑΡΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: paráptōsis Transliteration B: paraptōsis Transliteration C: paraptosis Beta Code: para/ptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A falling beside, lying side by side, Arist.GA718a28.    II falling from the right way, π. τοῦ καθήκοντος Plb.15.23.5 : abs., = παράπτωμα 1, Id.16.20.5, LXX Je.22.21, Phld.Lib.p.17 O.; grammatical mistake, S.E.M.1.210.    III ἡ τοῦ τόπου π. the situation of a place off the road, Plb.4.32.5.    IV κατὰ <τὴν> τοῦ διώγματος π. in the course of... Id.11.17.3 ; κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς π. as they were pursuing, Id.3.115.11.

German (Pape)

[Seite 496] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrthum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παράπτωσις: ἡ, τὸ πίπτειν πλησίον, τὸ κεῖσθαι παρ’ ἀλλήλοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 2. ΙΙ.τὸ ἐκπίπτειν ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, παράβασις, π. τοῦ καθήκοντος Πολύβ. 15. 23, 5· ἀπολ., = παράπτωμα, ὁ αὐτ. 16. 20, 5. ΙΙΙ. ἡ π. τοῦ τόπου, ἡ θέσις τόπου τινὸς πόρρω, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, ὁ αὐτ. 4.32,5. ΙV.κατὰ τὴν π. τοῦ διώγματος, διαρκοῦντος τοῦ.., ὁ αὐτ. 11. 17, 3· κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Κελτοὺς π., ὅτε κατεδίωκον τοὺς Κ., ὁ αὐτ. 3. 115, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de tomber ou de s’étendre auprès de;
II. action de tomber sur : ἐπί τινα attaque ou poursuite dirigée contre qqn;
III. action de s’écarter du droit chemin, d’où
1 au mor. dérogation, violation;
2 erreur, faute;
3 situation d’un lieu à côté ou hors du chemin.
Étymologie: παραπίπτω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ παραπίπτω
γραμματικό λάθος
αρχ.
1. το να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση
3. καταδίωξη
4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμο
β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.