παράρυμα: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(a)
(31)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] = [[παράῤῥυμα]], f. L.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] = [[παράῤῥυμα]], f. L.
}}
{{grml
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μακριά]] πάνινη [[λωρίδα]] σε [[σχήμα]] επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως [[παραπέτασμα]], σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά [[σκάφη]] με [[χαμηλά]] [[έξαλα]] και έχει σκοπό να προφυλάξει το [[πλοίο]] από την [[εισροή]] νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. [[κατάβλημα]], κν. [[μουσαμάς]] της μπάντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που απλώνεται [[κατά]] [[μήκος]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]] ως [[παραπέτασμα]] για την [[προστασία]] του<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] από [[δέρμα]] ή από κετσέ που απλωνόταν [[κατά]] [[μήκος]] τών πλευρών τών πλοίων για [[προστασία]] τών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> το [[δέσιμο]] τών επιδέσμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[παράρρυμα]] ποδός» — [[κάλυμμα]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρύω]] [Ι] «[[σύρω]], [[τραβώ]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρυμα Medium diacritics: παράρυμα Low diacritics: παράρυμα Capitals: ΠΑΡΑΡΥΜΑ
Transliteration A: paráryma Transliteration B: pararyma Transliteration C: pararyma Beta Code: para/ruma

English (LSJ)

   A v. παράρρυμα. παραρυμίς· τὸ παρὰ τὸν ῥυμόν, Hsch. παραρυτεῖν· παρέχειν (fort. παραχεῖν), Id. παρασαβάζω, v. παραισαβάζω.

German (Pape)

[Seite 497] = παράῤῥυμα, f. L.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].