παροδεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer auprès;<br /><b>2</b> aller au delà de, dépasser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
|btext=<b>1</b> passer auprès;<br /><b>2</b> aller au delà de, dépasser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[οδεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[μπροστά]] από κάποιον ή [[κάτι]], [[παρέρχομαι]], [[αντιπαρέρχομαι]] («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> για χρόνο, για [[νερό]] <b>κ.ά.</b>) [[τρέχω]], [[κυλώ]] («διὰ τῶν καιρῶν ὁ [[χρόνος]] παροδεύει», Πορφ.)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) [[περνώ]] διά μέσου ή [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[προσπερνώ]] [[κάτι]] («τοῑς [[συνήθως]] παροδεύουσι τὸν τόπον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> [[πορεύομαι]], [[διέρχομαι]] [[ανάμεσα]] από [[κάτι]] («τοῡ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[διάγω]], ζω, [[δαπανώ]] («τὸν βίον παροδεύοντος», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδεύω Medium diacritics: παροδεύω Low diacritics: παροδεύω Capitals: ΠΑΡΟΔΕΥΩ
Transliteration A: parodeúō Transliteration B: parodeuō Transliteration C: parodeyo Beta Code: parodeu/w

English (LSJ)

   A pass by, Theoc. 23.47, AP 9.341 (Glauc.), etc.; of flowing water, Polyaen.3.9.61 ; of the ureter, Archig. and Philagr. ap. Aët. 11.4 ; διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει Porph. ap. Eus. PE 3.11.    2 c. acc., pass by or through, D.S.32.27, Plu.2.973d, Herm. ap. Stob.1.49.44, Luc.Nigr.36, IG14.881 (Sinuessa) : Astron., pass through or across, Plu. 2.67oc, Ptol. Tetr.109 ; τὰ αὐτοῦ ὅρια Vett. Val. 145.9 :—Pass., to be passed by, J. BJ5.10.2, Plu.2.759f.    3 pass, spend, τὸν βίον BCH 27.261 (Argos).

German (Pape)

[Seite 524] vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.

Greek (Liddell-Scott)

παροδεύω: παρέρχομαι, ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσῃς, ἀλλὰ στὰς τόδε λέξον, ἀνηλεᾶ εἶχεν ἑταῖρον Θεόκρ. 23. 47. 2) μετ’ αἰτ., περνῶ πλησίον ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος Πλούτ. 2. 670C, Λουκ. Νιγρ. 36, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 810. 11. - Παθ., παροδεύεται πολλάκις Πλούτ. 2. 759Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 2.

French (Bailly abrégé)

1 passer auprès;
2 aller au delà de, dépasser, acc..
Étymologie: πάροδος.

Greek Monolingual

Α οδεύω
1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.)
2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.)
3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι, προσπερνώ κάτι («τοῑς συνήθως παροδεύουσι τὸν τόπον», Πλούτ.)
4. αστρον. πορεύομαι, διέρχομαι ανάμεσα από κάτι («τοῡ ἡλίου τὸν λέοντα παροδεύοντος», Πλούτ.)
5. μτφ. διάγω, ζω, δαπανώ («τὸν βίον παροδεύοντος», επιγρ.).