περιφύω: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. 2 inf. περιφῦναι, [[part]]. περιφύς: aor. 2, [[grow]] [[around]], [[embrace]], τινί. (Od.) | |auten=aor. 2 inf. περιφῦναι, [[part]]. περιφύς: aor. 2, [[grow]] [[around]], [[embrace]], τινί. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[φύω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[σύμφυτο]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνδέω]] [[στερεά]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]], [[φουντώνω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> [[αγκαλιάζω]] [[σφιχτά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -φύσω [ῡ]: aor. 1 περιέφῡσα:—
A make to grow round or upon, stick or fix upon, κύτος περὶ τὸ σῶμα Pl.Ti.78d; τοῖς κερασφόροις . . ἡ φύσις ὀστᾶ π. τὸ κέρας Philostr.VA2.13. II Pass., with fut. Med. -φύσομαι [ῡ]: pf. and aor. 2 Act. περιπέφῡκα, περιέφῡν: aor. 2 inf. περιφῦναι, part. περιφύς [ῡ]:—grow round about, περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν Od.9.141; περὶ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arist. PA654b27, cf. GA754a2; π. καὶ ἐμφυόμενα Thphr.CP5.5.4; πέτρα κύκλῳ . . περιπέφυκε there is rock all round, Plu.Cam.25. 2 of persons, cling to, c. dat., περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ Od.19.416 : abs., Τηλέμαχον . . κύσεν περιφύς 16.21 ; κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρα (where the acc. depends on κύσσαι) 24.236, cf. 320; of shoes, περιέφυσαν περσικαί τινι Ar.Nu.151 ; of ivy, κισσὸς καλάμῳ περιφύεται Eub.104 (lyr.); [τῇ ψυχῇ] γεηρὰ . . πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκε Pl.R.612a, cf.Lg. 898e; of a report, φήμη π. τινί Isoc.5.78. 3 sprout, of ears of corn, prob. f.l. (for θερισθῇ) in Thphr.HP8.11.4.
German (Pape)
[Seite 600] (s. φύω), darum, daran wachsen lassen, machen, daß Etwas wie daran gewachsen ist, daran befestigen, τὸ κύτος περὶ τὸ σῶμα ὅσον κοῖλον ἡμῶν περιέφυσεν, Plat. Tim. 78 d; Philostr. – Im med. u. in den intrans. tempp. des Activs = ringsherum wachsen, wie man als Tmesis erkl. περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν, Od. 9, 141; so bes. Theophr.; gleichsam fest herumgewachsen sein, sich festhalten an, umarmen, Τηλέμαχον πάντα κύσεν περιφύς, Od. 16, 21, vgl. 24, 320; auch c. dat., περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ κύσσ' ἄρα μιν, 19, 416, indem sie sich fest an den Odysseus hing, indem sie ihn fest umarmte; ringsherum anwachsen, κᾆτα ψυγείσῃ περιέφυσαν Περσικαί, Ar. Nubb. 152; ἃ νῦν αὐτῇ περιπέφυκεν, Plat. Rep. X, 612 a; übtr., φήμη σεαυτῷ περιφυομένη, Isocr. 5, 78. – Vom Getreide, auswachsen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περιφύω: μέλλ. -φύσω [ῡ]· ἀόρ. α΄ περιέφῡσα. Κάμνω νὰ ἀναφυῇ τι ὁλόγυρα ἢ ἐπάνω τινός, κάμνω ὥστε νὰ κολληθῇ τι ἐπί τινος ὡς εἰ εἶχε φυῆ ἐκεῖ, ἐπικολλῶ, περικολλῶ, στερεώνω ἐπί τινος, τι περί τι Πλάτ. Τίμ. 78D· τοῖς κερασφόροις ἅπασιν ὑποβάλλουσα ἡ φύσις ὀστᾶ σηραγγώδη περιφύει τὸ κρέας ἔξωθεν Φιλόστρ. 63. ΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. -φύσομαι [ῡ]· πρκμ. καὶ ἀόρ. β΄ περιπέφῡκα· περιέφῡν, ἀπαρ. περιφῦναι, μετοχ. περιφύς [ῡ], παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡσαύτως περιφῠῆναι καὶ περιφῠείς· ― φύομαι ὁλόγυρα, περὶ δ’ αἴγειροι πεφύασι Ὀδ. Ι. 141· π. καὶ ἐμφυόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· πέτρα κύκλῳ... περιπέφυκε, ὑπάρχει πέτρα ὁλόγυρα, Πλάτ. Κάμιλλ. 20. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐναγκαλίζομαι σφιγκτά, μήτηρ δ' Ἀμφιθέῃ μητρὸς περιφῦσ’ Ὀδυσῆϊ, κύσσ’ ἄρα μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλὰ Ὀδ. Τ. 416· καὶ ἀπολ., Τηλέμαχον... κύσεν περιφὺς Π. 21· κύσσαι καὶ περιφῦναι ἑὸν πατέρα (ἔνθα ἡ αἰτ. ἀποδοτέα εἰς τὸ κύσσαι) Ω. 236, πρβλ. 320· οὕτως ἐπὶ ὑποδημάτων, περιέφυσαν Περσικαί τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 151· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, κισσὸς καλάμῳ περιφύεται Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2· [τῇ ψυχῇ] γεηρά... πολλὰ καὶ ἄγρια περιπέφυκε Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 898Ε· περὶ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 25, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ φήμης, φήμη π. τινι Ἰσοκρ. 97Ε. 3) ἐπὶ σταχύων σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4.
French (Bailly abrégé)
ao.2 περιέφυν, pf. περιπέφυκα, et Moy. περιφύομαι, f. περιφύσομαι, ao.2 περιεφύην;
1 naître ou croître autour;
2 s’attacher autour comme une plante parasite, tenir fortement à, τινι ; particul. s’attacher à qqn, tenir embrassé, τινι.
Étymologie: περί, φύω.
English (Autenrieth)
aor. 2 inf. περιφῦναι, part. περιφύς: aor. 2, grow around, embrace, τινί. (Od.)
Greek Monolingual
Α φύω
1. καθιστώ κάτι σύμφυτο με κάτι άλλο, συνδέω στερεά
2. φυτρώνω, φουντώνω ολόγυρα
3. αγκαλιάζω σφιχτά.