πληκτίζομαι: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πλήσσω]]): [[contend]] [[with]], inf., Il. 21.499†. | |auten=([[πλήσσω]]): [[contend]] [[with]], inf., Il. 21.499†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> χτυπάω με τα χέρια μου το [[στήθος]] θρηνολογώντας, [[στηθοδέρνομαι]] («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο [[μήτηρ]]», (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι [[μετὰ]] τῆς σῆς πυγῆς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ., [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το [[πλήσσω]] [[κατά]] τα ρ. σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[λακτίζω]]). Δεν αποκλείεται, όμως, και η [[πιθανότητα]] να αποτελεί παρ. του [[πλήκτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
A bandy blows with one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός Il.21.499. II beat one's breast for grief, AP7.574 (Agath.). III toy amorously, μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.Ec.964; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12. IV Act. is only f.l. in Plu.2.735d.
German (Pape)
[Seite 633] fechten, streiten, zanken; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, betäubend; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, plangere, Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.
Greek (Liddell-Scott)
πληκτίζομαι: ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. παίζω ἐρωτικῶς μετὰ τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. διαπληκτίζομαι. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· διότι παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.
English (Autenrieth)
(πλήσσω): contend with, inf., Il. 21.499†.
Greek Monolingual
Α
1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.)
3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», Αριστοφ.
β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ., κατά την πιθανότερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το πλήσσω κατά τα ρ. σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω). Δεν αποκλείεται, όμως, και η πιθανότητα να αποτελεί παρ. του πλήκτης.