ποιητός: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(SL_2) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ποιητός]] <br /> <b>1</b> [[fabricated]] ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29) | |sltr=[[ποιητός]] <br /> <b>1</b> [[fabricated]] ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν,ΜΑ [[ποιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε [[αντιδιαστολή]] με τον ίδιο τον θεό που [[είναι]] [[άναρχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος («σάκεος [[πύκα]] ποιητοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[πλαστός]] («οἱ δ' εκβαλόντες δάκρυα ποιητῷ τρόπῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ο υιοθετημένος, ο [[θετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A made, freq. in Hom., esp. of houses and arms, always in the sense of εὖ ποιητός, well made, δόμοις ἔνι ποιητοῖσι Il. 5.198, Od.13.306; ποιητὰς . . πύλας Il.12.470; also πύκα ποιητός 18.608, Od.1.333,436, al.: generally, made, εἰ δ' ἦν π. τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; π. φρέατα, opp. natural springs, Plu.Sol. 23; cultivated, opp. ἄγριος, Aret.CD1.4; ἕλκεα self-inflicted, Tryph. 229. II made into a son, adopted, παῖς π., opp. ἀληθινός, γεννητός, Pl.Lg.878e, 923e; οἱ π. τῶν πατέρων adopted fathers, Lycurg. 48; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.Pol.1275a6, cf. D.45.78. III made by oneself, i.e. invented, feigned, λόγος Pi.N. 5.29; ποιητῷ τρόπῳ E.Hel.1547; of works of art, imitated, Nonn.D. 34.287.
German (Pape)
[Seite 649] gemacht, verfertigt; oft bei Hom., bes. von Wohnungen und Waffen, wie οἱ δὲ κατ' αὐτὰς ποιητὰς ἐςέχυντο πύλας, Il. 12, 470; κύκλος, κυνέη, δόμος, θάλαμος u. ä., wo man es = εὖ ποιητός, wohl, künstlich gemacht, aufzufassen pflegt; auch τέγεος πύκα ποιητοῖο, Od. 1, 333; Sp.; τὸ ποιητόν, das Gemachte, Arist. eth. 6, 2; – παῖς, ein angenommener, adoptirter Sohn, der zum Sohne gemacht, nicht geboren ist. εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός, Plat. Legg. XI, 923 e, oft bei den Rednern; auch ὁ ποιητὸς πατήρ, Adoptivvater, Lys. 13, 91; πολῖται, die mit dem Bürgerrechte beschenkt sind, nicht geborene Bürger, Arist. pol. 3, 1. – Uebh. selbst gemacht, ersonnen, erdichtet, ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητός: -ή, -όν, (ποιέω) πεποιημένος, ποιηθείς, συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ ποιητός, καλῶς πεποιημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ τυκτός, τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει ἐπίσης καὶ συνημμένως, πύκα ποιητός, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς πηγάς, Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. εἰσποιητός, υἱοθετηθείς, θετὸς υἱός, παῖς π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ ἀληθινός, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς πατήρ, Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε ποιέω, Α. ΙΙΙ., ποίησις ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 créé, p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit adopté, créé ou admis par adoption;
2 en parl. d’ouvrages manuels fabriqué, travaillé, particul. fait avec art, bien travaillé.
Étymologie: ποιέω.
English (Autenrieth)
(well) made or built, with and without εὖ.
English (Slater)
ποιητός
1 fabricated ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29)
Greek Monolingual
-ή, -όν,ΜΑ ποιώ
1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί
2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος
αρχ.
1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. προσποιητός, πλαστός («οἱ δ' εκβαλόντες δάκρυα ποιητῷ τρόπῳ», Ευρ.)
3. ο υιοθετημένος, ο θετός.