ὑπερφύομαι: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]]. | |btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[φύω</i>, [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], [[μεγαλώνω]] [[πάνω]] από [[κάτι]] ή [[επάνω]] σε [[κάτι]] (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», <b>Γαλ.</b><br />β. «[[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑπερφύς<br />ὑπεργεννηθείς». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 and pf. Act.,
A grow upon or over, [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. ὑπεφύετο) ; τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D. II metaph., surpass, excel, c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.
German (Pape)
[Seite 1204] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι ὑπεράνω τινός, ηὐξάνετο (ὁ ἔρως) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ οὕτως ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερφύσομαι, ao.2 ὑπερέφυν, etc.
naître ou croître au-dessus de ; fig. l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, φύω.
{{grml
|mltxt=Α [[φύω, φύομαι
1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ.
β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)
2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.)
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑπερφύς
ὑπεργεννηθείς».
}}