τηνικαῦτα: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />à ce moment même, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> à ce moment du jour;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> à ce moment, alors ; τὸ [[τηνικαῦτα]] <i>m. sign.</i> ; avec un gén. : [[τηνικαῦτα]] [[τοῦ]] ἔτους LUC à cette époque de l’année;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> alors, dans ces circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[τηνίκα]], -αυτά, cf. [[οὗτος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />à ce moment même, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> à ce moment du jour;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> à ce moment, alors ; τὸ [[τηνικαῦτα]] <i>m. sign.</i> ; avec un gén. : [[τηνικαῦτα]] [[τοῦ]] ἔτους LUC à cette époque de l’année;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> alors, dans ces circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[τηνίκα]], -αυτά, cf. [[οὗτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[τηνίκα]], [[τότε]] ακριβώς («ὡς ὁπηνίκ' ἄν θεὸς πλοῡν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῡθ' ὁρμώμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνη]] την ώρα της ημέρας ή [[εκείνη]] την [[εποχή]] του έτους (α. «τηνικαῡτα τοῡ θέρους», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τηνικαῡτα τοῡ ἔτους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> με αυτές τις περιστάσεις, εν τοιαύτη πειπτώσει («εἰπέ μοι, τί τηνικαῡτα δρῶμεν;», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τηνίκα]] (για τον σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> [[ενταύθα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
commoner form for τηνίκα, answering to a Relat.,
A at that time, then, ἡνίκα... τηνικαῦτα . . X.Cyr.7.1.9; answering to ὁπηνίκα, S.Ph.465; to ὅτε or ὅταν, Id.OC393, OT76, etc.; to ὁπότε, ὅκως, X.Cyr.1.6.26, Hdt.1.17; to ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, X.An.4.2.3, Cyr.1.2.13, D.21.96: also with the Art., τὸ τ. D.S.1.98, etc. 2 without a Relat. expressed, Hdt.1.18,63, S.Ant.779, etc.; ἤδη τ. by that time, Hdt.2.51, 6.53; τ. ἤδη only then, Ar.Ec.789; τὸ τ. ἤδη Pl.Alc.2.150e; at that time of day, Lys.1.22; at this hour, τ. ἐχθὲς ἔπινον Men.Epit.166: c. gen., τ. τοῦ θέρους at this lime of the summer, Ar.Pax1171 (lyr.); τ. τοῦ ἔτους Luc.Herod.7. II without reference to Time, under these circumstances, in this case, τί τ. δρῶμεν; Ar.Pax 1142 (troch.), cf. Pl.Lg.792b, X.Mem.3.11.14. (From τηνίκα, as ἐνταῦθα from ἔνθα.)
German (Pape)
[Seite 1108] = τηνίκα (wie ἔνθα, ἐνθαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκαῦτα: συνηθέστερος τύπος τοῦ τηνίκα, ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, ἡνίκα..., τηνικαῦτα..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· ὡσαύτως ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ ὁπηνίκα, Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ ὅταν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ ὁπότε, ὅκως, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) ἄνευ ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω μετὰ γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ τηνίκα, ὡς τὸ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἔνθα).
French (Bailly abrégé)
adv.
à ce moment même, d’où :
1 à ce moment du jour;
2 en gén. à ce moment, alors ; τὸ τηνικαῦτα m. sign. ; avec un gén. : τηνικαῦτα τοῦ ἔτους LUC à cette époque de l’année;
3 en gén. alors, dans ces circonstances.
Étymologie: τηνίκα, -αυτά, cf. οὗτος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. τηνίκα, τότε ακριβώς («ὡς ὁπηνίκ' ἄν θεὸς πλοῡν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῡθ' ὁρμώμεθα», Σοφ.)
2. εκείνη την ώρα της ημέρας ή εκείνη την εποχή του έτους (α. «τηνικαῡτα τοῡ θέρους», Αριστοφ.
β. «τηνικαῡτα τοῡ ἔτους», Λουκιαν.)
3. με αυτές τις περιστάσεις, εν τοιαύτη πειπτώσει («εἰπέ μοι, τί τηνικαῡτα δρῶμεν;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηνίκα (για τον σχηματισμό βλ. λ. ενταύθα)].