ὑπεκκαίω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=allumer par-dessous <i>ou</i> tout doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκκαίω]].
|btext=allumer par-dessous <i>ou</i> tout doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκκαίω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑπεκκαίω]] ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> [[υποδαυλίζω]], [[διεγείρω]], [[υποκινώ]] με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το [[μίσος]]» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκαίω]] «[[κατακαίω]], [[ανάβω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκαίω Medium diacritics: ὑπεκκαίω Low diacritics: υπεκκαίω Capitals: ΥΠΕΚΚΑΙΩ
Transliteration A: hypekkaíō Transliteration B: hypekkaiō Transliteration C: ypekkaio Beta Code: u(pekkai/w

English (LSJ)

   A kindle, Thphr.Ign.63: metaph., stir up, ὑ. τὴν γνώμην Luc.Peregr.26; inflame, ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.Dio22.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. καίω), von unten od. allmälig ausbrennen, anzünden, Theophr.; τὴν γνώμην, Luc. Peregr. 26; u. so übertr., ὑπεκκαῦσαι καὶ συνεξορμῆσαι, Plut. Dion. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ὑποκαίω, ἀνάπτω τι κάτωθενβαθμηδόν, Θεοφράστ. περὶ Πυρ. 63· μεταφορ., ὑπ. τὴν γνώμην Λουκ. Περεγρ. 26, πρβλ. Πλούτ. 2. 616Ε.

French (Bailly abrégé)

allumer par-dessous ou tout doucement.
Étymologie: ὑπό, ἐκκαίω.

Greek Monolingual

ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].