φάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(T22)
(44)
Line 15: Line 15:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=φαρμακη, [[φάρμακον]] ([[φαρμάσσω]] (to [[use]] a [[φάρμακον]])) (from [[Aristophanes]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> pertaining to magical arts.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[φάρμακος]], a [[substantive]], i. e. [[φαρμακεύς]], [[which]] [[see]]: G L T Tr WH; Sept. [[several]] times for מְכַשֵּׁף.)  
|txtha=φαρμακη, [[φάρμακον]] ([[φαρμάσσω]] (to [[use]] a [[φάρμακον]])) (from [[Aristophanes]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> pertaining to magical arts.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[φάρμακος]], a [[substantive]], i. e. [[φαρμακεύς]], [[which]] [[see]]: G L T Tr WH; Sept. [[several]] times for מְכַשֵּׁף.)  
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[δηλητηριαστής]] ή [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμακός]], με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του [[φάρμακον]] «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]» και «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» (για σημ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρμακο]])].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρμᾰκος Medium diacritics: φάρμακος Low diacritics: φάρμακος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: phármakos Transliteration B: pharmakos Transliteration C: farmakos Beta Code: fa/rmakos

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.150), ὁ, ἡ,

   A poisoner, sorcerer, magician, LXXEx.7.11 (masc.), Ma.3.5 (fem.), Apoc.21.8, 22.15.

English (Strong)

the same as φαρμακεύς: sorcerer.

English (Thayer)

φαρμακη, φάρμακον (φαρμάσσω (to use a φάρμακον)) (from Aristophanes down);
1. pertaining to magical arts.
2.φάρμακος, a substantive, i. e. φαρμακεύς, which see: G L T Tr WH; Sept. several times for מְכַשֵּׁף.)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
δηλητηριαστής ή μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)].