ταλασία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />travail avec la laine, métier de fileuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />travail avec la laine, métier de fileuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] &GT; <i>ταλαντία</i> &GT; <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) &GT; [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσία Medium diacritics: ταλασία Low diacritics: ταλασία Capitals: ΤΑΛΑΣΙΑ
Transliteration A: talasía Transliteration B: talasia Transliteration C: talasia Beta Code: talasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].