αείρω: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀείρω]] (Α)<br />([[επικός]], [[ιωνικός]] και [[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] [[αίρω]]) [[σηκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ.<br />πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. <i>α</i>-<i>Fερ</i>-<br />(<b>[[πρβλ]].</b> τον τύπο [[αὐειρόμεναι]] στον Αλκμάνα), όπου το <i>ἀ</i>- [[είναι]] προθεματικό ή λαρυγγικό [[φωνήεν]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το ρ. [[ἀείρω]] παράγεται από το θ. <i>ἀερ</i>- του ουσ. <i>ἀὴρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>luften</i>, [[αερίζω]], [[ανασηκώνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Luft</i>, [[αέρας]]), δηλ. <i>ἀερ</i>-<i>jω</i> &GT; [[ἀείρω]], με [[επένθεση]]<br />αιολ. τ. [[ἀέρρω]] με [[αφομοίωση]]<br />από το ίδιο [[θέμα]] παράγεται ο μέλλ. <i>ἀρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀερῶ</i> &GT;). Από τον μέλλ. <i>ἀρῶ</i> πιθ. προήλθε υποχωρητικά ο ενεστ. τ. [[αἴρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄρ</i>-<i>jω</i>). Προβλήματα σ' αυτήν την [[περίπτωση]] παραγωγής της λ. [[ἀείρω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀήρ</i> γεννά η [[μακρότητα]] του <i>ἀ</i>- της λ. <i>ἀήρ</i>. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] μεταπτωτικά παράγονται οι λέξεις: [[μετέωρος]], <i>ἄρ</i>-<i>σις</i>, <i>ἀρ</i>-<i>τήρ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀείρω]] (Α)<br /><b>(συνθ.)</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[διαφοροποίηση]] μεγάλου αριθμού τεχνικών [[ιδίως]] όρων με τη [[σημασία]] «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» και με θ. <i>αερ</i>-, <i>αορ</i>- ή <i>αρ</i>- οδηγεί στην [[αποδοχή]] κι ενός άλλου τύπου [[ἀείρω]] (ΙΙ) με τη [[σημασία]] «[[προσδένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]». Οπωσδήποτε η [[διάκριση]] αυτή δεν φαίνεται αναγκαία (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Chantraine</i>). To [[ἀείρω]] (ΙΙ) απαντά μόνο «εν συνθέσει» και συνδέεται με ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- (= [[συνάπτω]], [[προσδένω]], [[προσάπτω]]). Στο [[ρήμα]] αυτό ανάγονται λέξεις όπως [[τετράορος]] (αττ. [[τέτρωρος]]) (= [[τέσσερεις]] ζευγμένοι [[μαζί]]), [[συνάορος]] (= ζευγμένος [[μαζί]]), [[παράορος]] (= παραζευγμένος), [[ἀορτήρ]], <i>ἄορ</i> (= [[ξίφος]], δηλ. [[αντικείμενο]] εξαρτημένο, κρεμασμένο)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀείρω]] (Α)<br />([[επικός]], [[ιωνικός]] και [[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] [[αίρω]]) [[σηκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ.<br />πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. <i>α</i>-<i>Fερ</i>-<br />(πρβλ. τον τύπο [[αὐειρόμεναι]] στον Αλκμάνα), όπου το <i>ἀ</i>- [[είναι]] προθεματικό ή λαρυγγικό [[φωνήεν]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] το ρ. [[ἀείρω]] παράγεται από το θ. <i>ἀερ</i>- του ουσ. <i>ἀὴρ</i> (πρβλ. γερμ. <i>luften</i>, [[αερίζω]], [[ανασηκώνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Luft</i>, [[αέρας]]), δηλ. <i>ἀερ</i>-<i>jω</i> &GT; [[ἀείρω]], με [[επένθεση]]<br />αιολ. τ. [[ἀέρρω]] με [[αφομοίωση]]<br />από το ίδιο [[θέμα]] παράγεται ο μέλλ. <i>ἀρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀερῶ</i> &GT;). Από τον μέλλ. <i>ἀρῶ</i> πιθ. προήλθε υποχωρητικά ο ενεστ. τ. [[αἴρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄρ</i>-<i>jω</i>). Προβλήματα σ' αυτήν την [[περίπτωση]] παραγωγής της λ. [[ἀείρω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀήρ</i> γεννά η [[μακρότητα]] του <i>ἀ</i>- της λ. <i>ἀήρ</i>. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] μεταπτωτικά παράγονται οι λέξεις: [[μετέωρος]], <i>ἄρ</i>-<i>σις</i>, <i>ἀρ</i>-<i>τήρ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀείρω]] (Α)<br /><b>(συνθ.)</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[διαφοροποίηση]] μεγάλου αριθμού τεχνικών [[ιδίως]] όρων με τη [[σημασία]] «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» και με θ. <i>αερ</i>-, <i>αορ</i>- ή <i>αρ</i>- οδηγεί στην [[αποδοχή]] κι ενός άλλου τύπου [[ἀείρω]] (ΙΙ) με τη [[σημασία]] «[[προσδένω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]». Οπωσδήποτε η [[διάκριση]] αυτή δεν φαίνεται αναγκαία (πρβλ. <i>Chantraine</i>). To [[ἀείρω]] (ΙΙ) απαντά μόνο «εν συνθέσει» και συνδέεται με ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- (= [[συνάπτω]], [[προσδένω]], [[προσάπτω]]). Στο [[ρήμα]] αυτό ανάγονται λέξεις όπως [[τετράορος]] (αττ. [[τέτρωρος]]) (= [[τέσσερεις]] ζευγμένοι [[μαζί]]), [[συνάορος]] (= ζευγμένος [[μαζί]]), [[παράορος]] (= παραζευγμένος), [[ἀορτήρ]], <i>ἄορ</i> (= [[ξίφος]], δηλ. [[αντικείμενο]] εξαρτημένο, κρεμασμένο)].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

(I)
ἀείρω (Α)
(επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω) σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.
πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. α-Fερ-
(πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το - είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ' άλλη άποψη το ρ. ἀείρω παράγεται από το θ. ἀερ- του ουσ. ἀὴρ (πρβλ. γερμ. luften, αερίζω, ανασηκώνω < Luft, αέρας), δηλ. ἀερ- > ἀείρω, με επένθεση
αιολ. τ. ἀέρρω με αφομοίωση
από το ίδιο θέμα παράγεται ο μέλλ. ἀρῶ (< ἀερῶ >). Από τον μέλλ. ἀρῶ πιθ. προήλθε υποχωρητικά ο ενεστ. τ. αἴρω (< ἄρ-). Προβλήματα σ' αυτήν την περίπτωση παραγωγής της λ. ἀείρω < ἀήρ γεννά η μακρότητα του - της λ. ἀήρ. Από την ίδια ρίζα μεταπτωτικά παράγονται οι λέξεις: μετέωρος, ἄρ-σις, ἀρ-τήρ].———————— (II)
ἀείρω (Α)
(συνθ.) συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική διαφοροποίηση μεγάλου αριθμού τεχνικών ιδίως όρων με τη σημασία «συνάπτω, συνδέω» και με θ. αερ-, αορ- ή αρ- οδηγεί στην αποδοχή κι ενός άλλου τύπου ἀείρω (ΙΙ) με τη σημασία «προσδένω, συνάπτω, συνδέω». Οπωσδήποτε η διάκριση αυτή δεν φαίνεται αναγκαία (πρβλ. Chantraine). To ἀείρω (ΙΙ) απαντά μόνο «εν συνθέσει» και συνδέεται με ΙΕ ρίζα wer- (= συνάπτω, προσδένω, προσάπτω). Στο ρήμα αυτό ανάγονται λέξεις όπως τετράορος (αττ. τέτρωρος) (= τέσσερεις ζευγμένοι μαζί), συνάορος (= ζευγμένος μαζί), παράορος (= παραζευγμένος), ἀορτήρ, ἄορ (= ξίφος, δηλ. αντικείμενο εξαρτημένο, κρεμασμένο)].