ἄγη: Difference between revisions
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(big3_1) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἄγᾱ A.<i>A</i>.131<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[estupor]], [[asombro]], [[ἄγη]] μ' ἔχει <i>Il</i>.21.221, <i>Od</i>.3.227, 16.243, [[ἄγη]] ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[celos]] φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις [[ἄγα]] θεόθεν κνεφάσῃ A.<i>A</i>.131, cf. <i>Fr</i>.294.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>m̥geH<sup>u̯</sup>2</i>, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα. | |dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἄγᾱ A.<i>A</i>.131<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[estupor]], [[asombro]], [[ἄγη]] μ' ἔχει <i>Il</i>.21.221, <i>Od</i>.3.227, 16.243, [[ἄγη]] ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[celos]] φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις [[ἄγα]] θεόθεν κνεφάσῃ A.<i>A</i>.131, cf. <i>Fr</i>.294.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>m̥geH<sup>u̯</sup>2</i>, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄγη:''' Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], <i>ἡ</i>, ([[ἄγαμαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[έκπληξη]], [[θαυμασμός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> ζήλια, [[φθόνος]], [[κακία]], σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, [[ζηλοτυπία]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[ἄγη]]:</b> Επικ. αντί <i>ἐάγη</i>, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του [[ἄγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ
A, (ἄγαμαι) wonder, amazement, Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243: glossed by τιμή, σεβασμός, Hsch. II envy, malice, Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61; of the gods, jealousy, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.Ag. 131: pl. ἄγαις, = ζηλώσεσιν, Id.Fr.85.
ἄγη, Ep. for ἐάγη, v. sub ἄγνυμι.
German (Pape)
[Seite 13] (ἄγαμαι), ἡ, Bewunderung, Staunen, Hom. dreimal, in der Vbdg ἄγη μ' ἔχει, Iliad. 21, 221 Odyss. 3, 227. 16, 243. – Her. verb. es mit φθόνος 6, 61; Neid, Aesch. Ag. 130, ἄγα θεόθεν, Em. für ἄτη, wie nach Herm. Em. auch 712 μηλοφόνοισιν ἄγαισι für die Lesart der mss. ἄταις gelesen wird, wohl nicht richtig!
Greek (Liddell-Scott)
ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. ἄγαμαι) θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος, φρίκη, θάμβος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «θάμβος, ἔκπληξις», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. φθόνος, κακία, μῖσος, φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος, Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, ζηλοτυπία, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ ῥῆμα ἄγαμαι, ἐν ᾧ τὸ ἀγαίομαι ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) καμπή, λύγισμα, ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ ἄγαν), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν ἔννοια: σκολιοὶ τρόποι, ἀπάτη. 4) πληγή, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 admiration, étonnement, horreur;
2 envie, jalousie.
Étymologie: ἄγαμαι.
23ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de ἄγνυμι.
3pl. de ἄγος ¹.
English (Autenrieth)
astonishment; ἄγη μ' ἔχει = ἄγαμαι, Il. 21.221.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἄγᾱ A.A.131
• Prosodia: [ᾰ-]
1 estupor, asombro, ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243, ἄγη ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.
2 celos φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.A.131, cf. Fr.294.
• Etimología: De *m̥geHu̯2, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα.
Greek Monotonic
ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], ἡ, (ἄγαμαι),
I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ.
II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
• ἄγη: Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.