ἄκομψος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκομψος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κομψός]], [[άχαρος]], [[ακαλαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστόλιστος]], [[ακαλλώπιστος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[άξεστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κομψός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακομψία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκομψος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[κομψός]], [[άχαρος]], [[ακαλαίσθητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστόλιστος]], [[ακαλλώπιστος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[άξεστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κομψός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακομψία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκομψος:''' -ον, [[ακαλλώπιστος]], [[αγροίκος]]· ἐγὼ δ' [[ἄκομψος]], είμαι [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[αγροίκος]] στη [[γλώσσα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομψος Medium diacritics: ἄκομψος Low diacritics: άκομψος Capitals: ΑΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: ákompsos Transliteration B: akompsos Transliteration C: akompsos Beta Code: a)/komyos

English (LSJ)

ον,

   A unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. -ψως Plu.2.4f.

German (Pape)

[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: ἀ, κομψός.

Spanish (DGE)

-ον
1 sencillo, sobrio de pers., junto a φαῦλος E.Fr.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a ἀκαλλώπιστος Iul.Caes.317c
de abstr. comedido, contenido οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.Decl.8.4
c. inf. ἐγὼ δ' ἄκομψος ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas E.Hipp.986
de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo Phlp.in Ph.528.19.
2 adv. -ως sin elegancia op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].

Greek Monotonic

ἄκομψος: -ον, ακαλλώπιστος, αγροίκος· ἐγὼ δ' ἄκομψος, είμαι τραχύς, βίαιος, αγροίκος στη γλώσσα, σε Ευρ.