ἀλίγκιος: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλίγκιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κάτι]], όμοιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ποιητική με αβέβαιη [[ετυμολογία]]. Η [[σύνδεση]] της με το αρχ. σλαβ. <i>lice</i> «[[μάγουλο]], [[πρόσωπο]]» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η [[ακριβής]] [[σχέση]] της λ. [[ἀλίγκιος]] με τη συνώνυμή της [[ἐναλίγκιος]] (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν [[είναι]] απόλυτα [[σαφής]]]. | |mltxt=[[ἀλίγκιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κάτι]], όμοιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ποιητική με αβέβαιη [[ετυμολογία]]. Η [[σύνδεση]] της με το αρχ. σλαβ. <i>lice</i> «[[μάγουλο]], [[πρόσωπο]]» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η [[ακριβής]] [[σχέση]] της λ. [[ἀλίγκιος]] με τη συνώνυμή της [[ἐναλίγκιος]] (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν [[είναι]] απόλυτα [[σαφής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλίγκιος:''' [ᾰ], -ον, [[παρόμοιος]], όμοιος, σε Όμηρ.· πρβλ. το σύνθ. [[ἐναλίγκιος]]. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.
German (Pape)
[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: cf. ἧλιξ.
English (Autenrieth)
like, resembling.
Spanish (DGE)
-ία, -ιον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη D.P.1131
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Orph.A.1220]
semejante, parecido, igual c. dat. ἀστέρι καλῷ Il.6.401, ἀθανάτοισιν Od.8.174, εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκια Emp.B 23.5, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφῆσι semejantes a los fantasmas de los sueños A.Pr.449, τά γε κεῖται ἀλίγκια δινωτοῖσι Arat.462, αἰθυίῃσιν A.R.4.966, ἡρώεσσιν IUrb.Rom.1226.3 (III/IV d.C.), οὐδ' ἅπαν εἶδος ἔοικεν ἀλίγκιον D.P.628, c. ac. de rel. σοι φυὰν ἀλιγκία B.5.168.
• Etimología: Suele relacionarse c. aesl. lice ‘rostro’ c. vocal protética o ἀ- < *n̥-.
Greek Monolingual
ἀλίγκιος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση της λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν είναι απόλυτα σαφής].
Greek Monotonic
ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, παρόμοιος, όμοιος, σε Όμηρ.· πρβλ. το σύνθ. ἐναλίγκιος. (αμφίβ. προέλ.).