ἀμφιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιμάχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι με [[δριμύτητα]], [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] για την [[υπεράσπιση]] ή [[απόκτηση]] ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχομαι]].
|mltxt=[[ἀμφιμάχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι με [[δριμύτητα]], [[πολιορκώ]]<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] για την [[υπεράσπιση]] ή [[απόκτηση]] ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιμάχομαι:''' [ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., [[παλεύω]] γύρω από·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ., [[προσβάλλω]], [[εφορμώ]], [[πολιορκώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[παλεύω]] για, [[αγωνίζομαι]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάχομαι Medium diacritics: ἀμφιμάχομαι Low diacritics: αμφιμάχομαι Capitals: ΑΜΦΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: amphimáchomai Transliteration B: amphimachomai Transliteration C: amfimachomai Beta Code: a)mfima/xomai

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,

   A fight round:    1 c. acc., assail, besiege, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; στρατόν 16.73.    2 c. gen., fight for, as for a prize, of defenders and assallants, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας SIG527.151 (Dreros, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 141] (s. μάχομαι), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., μάχομαι ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = προσβάλλω, ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = μάχομαι περί τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ pl. ἀμφεμάχοντο;
1 combattre autour de, acc.;
2 combattre pour, au sujet de, gén..
Étymologie: ἀμφί, μάχομαι.

English (Autenrieth)

fight around or for; πόλιν, Il. 9.412; νέκυος, τείχεος (as for a prize), Il. 15.391. (Il.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 luchar en torno a, sitiar c. ac. Ἴλιον Il.6.461, cf. 9.412, στρατόν Il.16.73
abs. ἤν πως ἐνθάδε πουλὺν ἔτι χρόνον ἀμφιμάχωνται Q.S.10.32.
2 c. gen. luchar, pelear por τείχεος Il.15.391, νέκυος Il.18.20, ἕνεκα τᾶς χώρας ἁμᾶς, τᾶς ἀμφιμαχόμεθα ICr.1.9.1.151 (Drero III/II a.C.)
c. dat. ἀλλά οἱ ἀμφεμάχοντο Q.S.3.220
c. prep. ἀμφιμάχονται ἄστυ περὶ σφέτερον Q.S.12.64.

Greek Monolingual

ἀμφιμάχομαι (Α)
1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ
2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάχομαι.

Greek Monotonic

ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., παλεύω γύρω από·
1. με αιτ., προσβάλλω, εφορμώ, πολιορκώ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., παλεύω για, αγωνίζομαι, στο ίδ.