ἀμφοτέρωθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφοτέρωθεν]] (επίρρ) (Α)<br />(για [[κίνηση]] από κάποιον [[τόπο]])<br /><b>1.</b> και από τα δύο μέρη, και από το ένα [[μέρος]] και από το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> και από τις δύο άκρες<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίρρημα]] απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο με τη [[σημασία]] (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ro</i>-<i>te</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>, επιρρ. κατάλ.].
|mltxt=[[ἀμφοτέρωθεν]] (επίρρ) (Α)<br />(για [[κίνηση]] από κάποιον [[τόπο]])<br /><b>1.</b> και από τα δύο μέρη, και από το ένα [[μέρος]] και από το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> και από τις δύο άκρες<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίρρημα]] απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο με τη [[σημασία]] (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ro</i>-<i>te</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θεν</i>, επιρρ. κατάλ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφοτέρωθεν:''' ,επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> από ή σε [[δύο]] πλευρές, [[utrinque]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στις [[δύο]] άκρες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτέρωθεν Medium diacritics: ἀμφοτέρωθεν Low diacritics: αμφοτέρωθεν Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΩΘΕΝ
Transliteration A: amphotérōthen Transliteration B: amphoterōthen Transliteration C: amfoterothen Beta Code: a)mfote/rwqen

English (LSJ)

(also ἀμφότερ-θε Orph.Fr.168.14, Androm. ap. Gal.14.39), Adv.

   A from or on both sides, Il.5.726, Hdt.2.29, Pi.P.1.6; of combatants, Th.5.16: c. gen., ἀ. τῆς κεφαλῆς Hp.VC1; τῆς ὁδοῦ X.HG5.2.6.    2 from both ends, Od.10.167.

German (Pape)

[Seite 146] von beiden Seiten her, Hom. z. B. Iliad. 15, 313, auf beiden Seiten Od. 22, 404; – Iliad. 5, 726 πλῆμναι δ' ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν, Od. 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη ήλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν, 7, 113 περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν, die Umfriedigung schließt sich von beiden Seiten her zusammen vor dem Beschauer; – Od. 12, 58 οὐκέτ' ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς θυμῷ βουλεύειν· ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν. = περὶ αμφοτέρων; nämlich die Adverbialformen auf -θεν haben bei Hom. Genitivbdtg – σέθεν δ' ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω χωομένης, Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων – u. περί fehlt Homerisch, d. h. der Genitiv oder vielmehr die ihn vertretende Form auf -θεν hat die Bdtg, welche in Prosa der Gen. mit περί haben würde; – Pind. Ol. 13. 95 P. 1, 6; Thuc. 3, 26; Plat. Legg. IX, 877 d u. sonst; – Qu. Sm. 3, 378 auch ἀμφοτέρωθε.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτέρωθεν: (ὡσαύτως -θε, Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 24), ἐπίρρ., ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἢ κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη, Λατ. ex utraque parte, utrinque, Ἰλ. Ε. 726, Ἡρόδ. 2. 29, καὶ Ἀττ. 2) κατ’ ἀμφοτέρας τὰς ἄκρας, Ὀδ. Κ. 167.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 des deux côtés;
2 à deux fins.
Étymologie: ἀμφότερος, -θεν.

English (Autenrieth)

from or on both sides, at both ends.

English (Slater)

ἀμφοτέρωθεν
   a from both places ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. at the Isthmian and Nemean games) (O. 13.99)
   b on both sides εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις (P. 1.6)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -θε Orph.Fr.168.14, Androm.87
adv.
1 por ambos lados, de uno y otro lado πύργοι ... αἵματι φωτῶν ἐρράδατ' ἀ. ἀπὸ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν Il.12.431, cf. Hes.Th.733, Parm.B 1.8, Pi.P.1.6, Hdt.2.29, οἵπερ ἀ. μάλιστα ἠναντιοῦντο τῇ εἰρήνῃ Th.5.16, Ἴωνας ἀ. τῶν Δωριῶν κρατῆσαι los jonios vencieron a los dorios por partida doble Th.8.25, συγγενεῖς Pl.Lg.877d, A.D.Adu.188.10, Nonn.D.38.244.
2 c. gen. a ambos lados ἀ. τῆς κεφαλῆς προβολή Hp.VC 1, τῆς ὁδοῦ X.HG 5.2.6, αὐτῶν X.An.3.4.29. • DMic.: a-po-te-ro-te (?).

Greek Monolingual

ἀμφοτέρωθεν (επίρρ) (Α)
(για κίνηση από κάποιον τόπο)
1. και από τα δύο μέρη, και από το ένα μέρος και από το άλλο
2. και από τις δύο άκρες
3. στη Μυκηναϊκή το επίρρημα απαντά σε πινακίδα στην Πύλο με τη σημασία (a-po-te-ro-te).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -θεν, επιρρ. κατάλ.].

Greek Monotonic

ἀμφοτέρωθεν: ,επίρρ.,
1. από ή σε δύο πλευρές, utrinque, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. στις δύο άκρες, σε Ομήρ. Οδ.