βασιλίς: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασιλίς]] (-[[ίδος]]), η (AM) [[βασιλεύς]]<br /><i>βασιλὶς</i> ή «βασιλὶς τῶν [[πόλεων]]» — η [[κορυφαία]] [[πόλη]], η Κωνσταντινούπολη<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ βασιλὶς τῶν ἀρετῶν» — η [[κορυφαία]] [[αρετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> [[βασιλοπούλα]]<br /><b>3.</b> η [[βασίλιννα]]<br /><b>4.</b> το [[βασίλειο]], η [[επικράτεια]] του βασιλιά<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> η [[βασιλική]], αυτή που ανήκει στον βασιλιά. | |mltxt=[[βασιλίς]] (-[[ίδος]]), η (AM) [[βασιλεύς]]<br /><i>βασιλὶς</i> ή «βασιλὶς τῶν [[πόλεων]]» — η [[κορυφαία]] [[πόλη]], η Κωνσταντινούπολη<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ βασιλὶς τῶν ἀρετῶν» — η [[κορυφαία]] [[αρετή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> [[βασιλοπούλα]]<br /><b>3.</b> η [[βασίλιννα]]<br /><b>4.</b> το [[βασίλειο]], η [[επικράτεια]] του βασιλιά<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> η [[βασιλική]], αυτή που ανήκει στον βασιλιά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰσῐλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = <i>βασίλειᾰ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βασίλισσα]], πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[βασιλικός]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = βασίλειᾰ, queen, princess, S.Ant.941 (dub.l.), E.Hec.552; β. νύμφη, γυνή, E.Med.1003, Hipp.778: in Prose, β. γυναικῶν Pl.Lg.694e, cf. Plu.Alex.21; of a Roman Imperial princess, Philostr.VA1.3. b = βασίλισσα 2, Eust. 1425.42. 2 as Adj., royal, ἑστία, εὐναί, E.Rh.718, IA1307 (lyr.); of cities, β. Ῥώμη IG14.830 (Puteoli); β. πόλις, of Rome, Gal.14.796; of Constantinople, OGI521.22 (Abydos), Them.Or.11.144a, Agath.1.4, etc.; so β. alone, Lyd.Mag.2.14; also β. χώρα, = Rome, Vett.Val.226.14. b metaph., καρδίη β. Hp.Nat.Hom.6. II kingdom, D.S.29.22.
German (Pape)
[Seite 437] ίδος, dasselbe, Soph. Ant. 932; Eur. Hec. 552; übh. fem. zu βασιλεύς, königlich, z. B. γυνή, νύμφη, Hipp. 778 Med. 1003; ἑστία Rhes. 718; wie γυνή Plat. Legg. III, 694 d; Sp., z. B. Plut. Al. 21. – Die Frau des Archon βασιλεύς, nach Eusth.; – sc. οἰκία, Palast, D. Sic. Exc. p. 623, 30. – Bei Poll. 7, 85 eine Art Schuhe.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ, βασίλισσα, ἡγεμονίς, Σοφ. Ἀντ. 941, Εὐρ. Ἑκ. 552· συναπτόμενον τοῖς νύμφη, γυνὴ Εὐρ. Μήδ. 1002, Ἱππ. 778· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, β. γυναικῶν Πλάτ. Νόμ. 694E, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 21· πρβλ βασίλισσα 2. 2) ὡς ἐπίθ., βασιλικός, ἑστία, εὐναὶ Εὐρ. Ρήσ. 718, Ι. Α. 1306· ἡ β. πόλις, ἐπὶ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰουστ. Μ. 1 Ἀπολ. 26, 56, Εύαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9. ΙΙ. βασιλικὸν ἀνάκτορον, Διοδ. Ἐκλ. σ. 623 Wessel. ΙΙΙ. εἶδος ὑποδημάτων, Πολυδ. Ζ΄, 85, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de roi ou de reine, royal ; νύμφη βασιλίς EUR jeune reine, βασιλὶς γυνή EUR reine;
2 subst. (ἡ) reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monolingual
βασιλίς (-ίδος), η (AM) βασιλεύς
βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» — η κορυφαία πόλη, η Κωνσταντινούπολη
μσν.
φρ. «ἡ βασιλὶς τῶν ἀρετῶν» — η κορυφαία αρετή
αρχ.
1. βασίλισσα
2. βασιλοπούλα
3. η βασίλιννα
4. το βασίλειο, η επικράτεια του βασιλιά
5. ως επίθ. η βασιλική, αυτή που ανήκει στον βασιλιά.
Greek Monotonic
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ,
1. βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. ως επίθ., βασιλικός, στον ίδ.